Εισαγωγή: Η Προβληματική για την Παγκόσμια Ευρώπη

 

Δημήτρης Κ. Ξενάκης και Μιχάλης Ι. Τσινισιζέλης

 

 

Αρκεί η αναφορά στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 για να καταδειχθεί η σημασία των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Πράγματι η ratio αυτού του μεγάλου φιλελεύθερου προγράμματος για τη δημιουργία της Εσωτερικής Αγοράς, μέσω της κατάργησης των μη δασμολογικών εμποδίων στις  ενδοευρωπαικές συναλλαγές, δεν ήταν άλλη από την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, κυρίως σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αλλά και πριν από το 1987, η εξωτερική διάσταση των κοινών πολιτικών αποτελούσε μια πηγή συνεχών πιέσεων από ανταγωνιστικούς δρώντες, όπως στην περίπτωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των διατλαντικών σχέσεων. Πέραν αυτού, έχει διατυπωθεί  και επαρκώς τεκμηριωθεί στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία[1] η άποψη, ότι αν και η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) από το 1993 μέχρι τις μέρες μας δεν έχει κατορθώσει να καταλήξει σε ένα πλαίσιο διαμόρφωσης μιας «κοινής» εξωτερικής πολιτικής, εν τούτοις οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της ΕΕ καλύπτουν, τουλάχιστον για τα οικονομικά ζητήματα, τις θεσμικές και άλλες ανεπάρκειες της ΚΕΠΠΑ, εφ’ όσον οι διαφορές μεταξύ διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων ήταν, και παραμένουν, δυσδιάκριτες.[2] Ωστόσο, η «σοφία» του θεσμικού οικοδομήματος των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ που εδράζεται στη διάκριση μεταξύ διεθνών οικονομικών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής έχει αμφισβητηθεί, γεγονός που αποτυπώνεται και στις σκέψεις των περισσοτέρων από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στην παρούσα έκδοση.

 

Σήμερα η ΕΕ βρίσκεται σε κομβικό σημείο, σχετικά, τόσο με την πολιτειακή της δομή, όσο και με τα γεωγραφικά της όρια και τον παγκόσμιο ρόλο της. Η υιοθέτηση της Συνταγματικής Συνθήκης θα συνέβαλε στην περαιτέρω διεθνή υποστασιοποίηση της ΕΕ, μέσω ιδίως της ρητής απόδοσης σε αυτήν διεθνούς νομικής προσωπικότητας και της πρόβλεψης διεθνούς εκπροσώπησής της μέσω ενός προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ενός υπουργού εξωτερικών. Η απόρριψη, όμως, της Συνθήκης στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, όχι μόνο δεν επέτρεψε την εξέλιξη αυτή, αλλά άνοιξε ένα νέο κύκλο ευρωσκεπτικισμού. Είναι ενδιαφέρον, ότι τα νέα στοιχεία που θα προσέθετε η Συνθήκη στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα, η οποία συνολικά δεν ήταν φειδωλή σε θεσμικές διευθετήσεις που αφορούν τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Οι αντιρρήσεις επικεντρώθηκαν στις φιλελεύθερες οικονομικές ρυθμίσεις, που όμως προϋπήρχαν σε υφιστάμενες Συνθήκες ή/και στο corpus των κοινών πολιτικών, στην έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης και συμμετοχής των πολιτών,[3] καθώς και στις επιπτώσεις από την «ανεξέλεγκτη» διεύρυνση, ιδιαίτερα όσον αφορά την Τουρκία.

 

Έχει κατά κόρον υποστηριχθεί η θέση ότι η τελευταία διεύρυνση της ΕΕ διανοίγει την προοπτική για μια ισχυρή Ευρώπη, ικανή να λειτουργήσει εξισορροπητικά προς τις ΗΠΑ, προβάλλοντας ως εναλλακτικός πόλος στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Ωστόσο, μετά την πρόσφατη μαζική διεύρυνση, εκτός από την αυξανόμενη πολυμορφία, η ίδια η «λογική της διαφορετικότητας» που ανέπτυξε ο Hoffmann στα μέσα της δεκαετίας του ’60,[4] έχει ουσιαστική επίπτωση στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής πολιτικής στους τομείς της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής και στο διεθνή της ρόλο. Πιο πρόσφατα, ο ίδιος χρησιμοποίησε το είδωλο του Σίσυφου για να αντικατοπτρίσει την πορεία της ΕΕ, καταλήγοντας στο ότι η σημερινή Ένωση είναι πολύ διαφορετική από τα υπερεθνικά όνειρα των δημιουργών της, και ότι κάθε άλμα επιφέρει προβλήματα, καθώς ανασύρει αναμνήσεις χρόνιων προβλημάτων.[5] Μετά τη διεύρυνση, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αυξανόμενη πολυμορφία θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, τόσο σε αξιακό επίπεδο, όσο και στην αναγνώριση κοινών συμφερόντων. Δεν αποκλείεται μάλιστα, οι μετατοπίσεις στις πολιτικές ισορροπίες και στη διάθεση πολιτικής συναίνεσης μέσα στην Ένωση, εάν συνδεθούν με ραγδαίες οικονομικές μεταβολές παγκόσμιας κλίμακας, να θέσουν σε κίνδυνο ολόκληρη την ενοποιητική διαδικασία.

 

Είναι γεγονός ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου «απελευθερώθηκαν» οι Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές από το περιοριστικά στατικό πλαίσιο του διπολισμού και πλέον γνωρίζουν μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ στις διεθνείς σχέσεις παρακολουθούνται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κριτική διάθεση από τους σχετικούς ακαδημαϊκούς κύκλους.[6] Ωστόσο, δεν έχει αποτυπωθεί επαρκώς στην ελληνική βιβλιογραφία η πλήρης εικόνα των ευρωπαϊκών διεθνών σχέσεων. Στις λίγες δε περιπτώσεις, όπου επιχειρείται ένα τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα, το αποτέλεσμα, είτε  δεν καλύπτει ικανοποιητικά το βάθος και το εύρος που απαιτεί η μελέτη ενός τόσο «παγκόσμιου» ερευνητικού πεδίου, είτε έχει ξεπεραστεί από τις ραγδαίες μεταβολές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία για να ξεκινήσει μια συνολική προσπάθεια αποτίμησης της διεθνούς διάστασης της ΕΕ. Η ιδέα αυτή διατυπώθηκε αρχικά στην ημερίδα που διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης τον Οκτώβριο του 2002 με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο Διεθνές Περιβάλλον: Οι Εξωτερικές Σχέσεις του Πολιτικού Συστήματος της ΕE». Τα περισσότερα κείμενα που περιλαμβάνονται εδώ, παρουσιάστηκαν σε μια επόμενη ημερίδα με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Κόσμος» που οργανώθηκε τον Μάρτιο του 2005 από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Εργαστήριο Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής μαζί με το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.

 

Βασικό ζητούμενο του τόμου αποτελεί η μελέτη των διεθνών διαστάσεων της ΕΕ μέσα από τα διαφορετικά πρίσματα της διεθνούς θεωρίας, της πολιτικής, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων. Για το λόγο αυτό χωρίζεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες, η κάθε μία εκ των οποίων αντανακλά μια διαφορετική οπτική των διεθνών διαστάσεων της ενοποίησης. Στο πρώτο μέρος, οι θεωρητικές προσεγγίσεις προσφέρουν τα αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση, τόσο της ΕΕ στο πλαίσιο της διεθνούς οργάνωσης, όσο και της διαδικασίας επέκτασης του ευρωπαϊκού πεδίου θεσμοποίησης στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Στη δεύτερη ενότητα, αφενός αναλύονται οι θεσμικές και κανονιστικές διαστάσεις των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, και αφετέρου επιβεβαιώνεται η αλληλεξάρτηση της ΕΕ με την παγκόσμια οικονομία, καθώς και ο κυρίαρχος ρόλος της λεγόμενης «ήπιας» διπλωματίας, των εμπορικών μέτρων και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Στο τρίτο μέρος εξετάζεται η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας και του κρίσιμου πεδίου των εξοπλισμών - στοιχεία απαραίτητα για να καταστεί η Ευρώπη παγκόσμια δύναμη. Τέλος, το τέταρτο μέρος εξετάζει και ιεραρχεί τις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, και την Τουρκία, με τις χώρες των Βαλκανίων και της Μεσογείου, με τους «στρατηγικούς εταίρους» της Ασίας, αλλά και με τις χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

 

Η ανά χείρας μελέτη συνεισφέρει στην ελληνική βιβλιογραφία μια συνολική ανάλυση των διεθνών διαστάσεων της ΕΕ με απώτερο στόχο την εξακρίβωση της διεθνούς της ταυτότητας. Όπως αναφέρει ο Hill, «η ΕΕ αποτελεί ένα σύστημα σχέσεων, μέσα στο οποίο οι Ευρωπαίοι εκπροσωπούν ένα (υπο)σύστημα του παγκόσμιου συστήματος ... περισσότερο ένα σύστημα που δημιουργεί διεθνείς σχέσεις - συλλογικά, ατομικά, οικονομικά, πολιτικά – και λιγότερο, μία ξεκάθαρη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική per se».[7] Ως αποτέλεσμα, έχουν δημιουργηθεί διάφοροι τύποι συμφωνιών / συνεργασιών της ΕΕ με χώρες, ομάδες χωρών ή διεθνείς οργανισμούς, που αναπτύσσονται πάνω σε μια πραγματιστική ad hoc βάση, χωρίς - όπως αποδεικνύεται - να συνδέονται με κάποιο συστηματικά προκαθορισμένο σχέδιο. Με εξαίρεση τις ρήτρες, τις οποίες η ΕΕ θέτει απαρέγκλιτα σε όλες τις συμφωνίες που συνάπτει (Σεβασμός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κράτος Δικαίου κλπ), η ΕΕ δεν ακολουθεί ενιαία τυπολογία στις εξωτερικές της σχέσεις. Στα κριτήρια λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό μέγεθος και η εμπορική ισχύς του αντισυμβαλλόμενου, τα οφέλη που η ΕΕ αναμένει να αποκομίσει ανάλογα με τον τύπο της συμφωνίας, καθώς και πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η τρέχουσα διεθνής κατάσταση, η γεωπολιτική θέση της αντισυμβαλλόμενης χώρας ή η προοπτική της προσχώρησης στην ΕΕ. Για το λόγο αυτό, και με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση του συνόλου των διεθνών διαστάσεων της ΕΕ, η ανάλυση των σχέσεων που έχει αναπτύξει με τις σημαντικότερες χώρες και περιφέρειες του κόσμου συμβάλλει στην αποσαφήνιση των επιμέρους πλαισίων πολιτικής και στην καλύτερη ιεράρχηση των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων. Συνολικά, μέσα σε ένα πλαίσιο σοβαρών συστημικών μεταβολών και ραγδαίων εξελίξεων που επαναπροσδιορίζουν διαρκώς τις συνθήκες διεθνούς δράσης της ΕΕ, η μελέτη επανατοποθετεί βασικά ερωτήματα για τις πραγματικές διαστάσεις και ικανότητες της «Παγκόσμιας Ευρώπης» και ταυτόχρονα διερευνά τον επαναπροσδιορισμό των στρατηγικών για την ενίσχυση της. Άλλωστε, οι συμπερασματικές σκέψεις και τα ερωτήματα που διατυπώνουν οι συγγραφείς περιστρέφονται γύρω από τα όρια και τις δυνατότητες αναβάθμισης του ευρωπαϊκού παράγοντα στη διαχείριση του παγκόσμιου συστήματος.

 

Διεθνής Θεωρία, Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Παγκόσμια Διακυβέρνηση

Η ανάλυση των πραγματικών και των δυνητικών προτύπων διεθνούς και υπερεθνικής οργάνωσης αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο προβληματισμού των διεθνών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ΕΕ συχνά τοποθετείται εννοιολογικά μεταξύ ενός διεθνούς οργανισμού και ενός ομοσπονδιακού κράτους. Η έννοια της «ενοποίησης» δεν αφορά μόνο την Ευρώπη, αλλά και το παγκόσμιο σύστημα, ωστόσο, λόγω του σχετικού μεγέθους της ΕΕ στην διεθνή σκηνή, η συζήτηση τείνει να περιορίζεται σε αυτήν, ως το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Παρόμοια περιφερειακά «μορφώματα» συναντούμε και σε άλλα σημεία του πλανήτη, όπως στη Λατινική Αμερική ή στη Νοτιοανατολική Ασία. Η ΕΕ, όμως, αποτελεί ένα υβριδικό μόρφωμα χωρίς ιστορικό προηγούμενο, καθώς περιλαμβάνει, αν και σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, στοιχεία από διαφορετικά πρότυπα διακυβέρνησης, τόσο από τη «γνώριμη» κρατική οργάνωση, όσο και από τη διεθνή - ένα sui generis πρότυπο διακυβέρνησης, στο οποίο η θεσμική υπόσταση υπολείπεται της οικονομικής, αλλά και της «συμπεριφορικής-πολιτικής διάστασης»[8]. Μέσα από μια θεωρητική αναζήτηση που αντλεί στοιχεία από τις κρατοκεντρικές προσεγγίσεις της ενοποίησης, το κεφάλαιο των Μιχάλη Ι. Τσινισιζέλη και Δημήτρη Ν. Χρυσοχόου εξετάζει τις θεωρίες της διεθνούς πολιτικής ενοποίησης που βοηθούν στην ερμηνεία της ΕΕ, ως δυναμικού καθεστώτος συνδιάθεσης, με έμφαση στη συνδιαχείριση των επιμέρους κυριαρχιών μέσω κοινών θεσμών διακυβέρνησης. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή άλλων κρατοκεντρικών προσεγγίσεων, το πρότυπο διακυβέρνησης που αντικατοπτρίζει πιο άμεσα τη φύση της ΕΕ, ως καθεστώτος συνδιάθεσης, είναι αυτό της συναινετικής συνομοσπονδίας. Η σχετική συζήτηση αναδεικνύει, ότι η πολιτική εμβάθυνση της ΕΕ δεν μπορεί να αποκοπεί από το βαθμό πολιτειακής ωρίμανσης και εσωτερικής συνοχής που έχει να επιδείξει το πολιτικό σύστημά της, στοιχεία τα οποία μετά τη διεύρυνση δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Η αναζήτηση έτσι ενός προτύπου ενοποίησης, ικανού να συνδυάζει την ενότητα με τη διαφορετικότητα, την κυριαρχία με τη συνδιάθεση, και τη διπλωματία με τη δημοκρατία, θα παραμείνει η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ στο μέλλον.

 

Μια από τις βασικές προτεραιότητες της ΕΕ είναι η διαμόρφωση σταθερού και προβλέψιμου διεθνούς περιβάλλοντος, κυρίως μέσα από την ενδυνάμωση της βιώσιμης ανάπτυξης και την εμπέδωση της δημοκρατίας, της χρηστής διακυβέρνησης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, ήδη από τη δεκαετία του ‘70. Προηγήθηκε η υιοθέτηση των στόχων της δημοκρατίας και της χρηστής διακυβέρνησης, στόχοι πιο φιλόδοξοι, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό στον οποίο απαιτείται ο μετασχηματισμός κράτους και κοινωνίας. Για να προωθήσει τους παραπάνω στόχους, η ΕΕ έχει συνάψει σχέσεις με τις περισσότερες χώρες του κόσμου, ιδίως μέσω συμφωνιών σύνδεσης, συνεργασίας και εταιρικών σχέσεων σε διμερές και δια(περιφερειακό) επίπεδο. Μέσω της πρακτικής των ρητρών πολιτικής αιρεσιμότητας, δηλαδή της τήρησης των πολιτικών προϋποθέσεων που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την ομαλή λειτουργία της συμφωνίας και (κυρίως) την εκταμίευση της παρεχόμενης Κοινοτικής βοήθειας, η ΕΕ ενισχύει την επιρροή της. Ωστόσο, η αποτελεσματική προώθηση των προαναφερθέντων στόχων συνεπάγεται πολυεπίπεδη βοήθεια για την οικοδόμηση δημοκρατικών θεσμών και την ανάπτυξη μιας σχετικής κουλτούρας, εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο σε περιοχές που «αντιστέκονται» στην πολιτική αλλαγή, όπως στη Μέση Ανατολή, και όπου, ο αμερικανικός παράγοντας επισκιάζει τις «ήπιες» ευρωπαϊκές προσπάθειες. Εντοπίζονται όμως και προβλήματα νομιμοποίησης, τα οποία αφορούν στην απουσία κοινώς αποδεκτών ορισμών σχετικά με το τι αποτελεί δημοκρατία και τι χρηστή διακυβέρνηση, αλλά και στην απουσία οποιασδήποτε διεθνούς συνθήκης που να αναφέρεται συγκεκριμένα στην προστασία και την προώθηση αυτών των αρχών.[9] Ταυτόχρονα, η ευρεία ασυμφωνία μεταξύ της εσωτερικής πρακτικής και των εξωτερικών πολιτικών στόχων της ΕΕ δεν βοηθά, ούτε στην υιοθέτηση σαφών στρατηγικών, ούτε στη δημιουργία μιας αντίληψης εκτός των συνόρων της, σύμφωνα με την οποία η Ένωση θα μπορεί να απαιτεί από τις τρίτες χώρες να βελτιώνουν τις διακυβερνητικές και δημοκρατικές τους επιδόσεις.[10]

 

Βασικοί άξονες της εξωτερικής δράσης της ΕΕ είναι η διαφύλαξη των κοινών ευρωπαϊκών αξιών και συμφερόντων, της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Ένωσης, καθώς  και η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής και της διεθνούς ασφαλείας. Όπως και άλλοι παγκόσμιοι δρώντες σε αναζήτηση της μεταψυχροπολεμικής ασφάλειας, η ΕΕ καθοδηγείται από την αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ δημοκρατίας, χρηστής διακυβέρνησης και ανάπτυξης, όπως και μεταξύ δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρόληψης των συγκρούσεων.[11] Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια γενικότερη συναίνεση σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ασφάλειας, ως σύνθετης διάταξης των ανθρώπινων ανησυχιών σε όλα τα επίπεδα, από βραχυπρόθεσμες τοπικές ανάγκες έως μακροπρόθεσμες παγκόσμιες απαιτήσεις,[12] ενώ η (μεταμοντέρνα) «ανθρωποκεντρική» και η (παραδοσιακή) «κρατοκεντρική» διάσταση της ασφάλειας αντιμετωπίζονται πλέον ως αλληλένδετες με την έννοια της ανάπτυξης.[13] Η επιδίωξη των στόχων αυτών αποτελεί πλέον μέρος της διεθνούς ταυτότητας της ΕΕ, η οποία βασίζεται στην άποψη, ότι τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας και της σύμπλευσης με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς νόρμες περιορίζουν τη δυνατότητα των κρατών να δρουν ανεξέλεγκτα στο εσωτερικό τους και στις εξωτερικές τους σχέσεις.[14]

 

Οι κρίσιμες αυτές σκέψεις αφορούν στο ζήτημα της «μετάφρασης» και «μεταφοράς» των κοινών πολιτικών αξιών που συγκροτούν τον πυρήνα ενός ευρωπαϊκού δημόσιου πολιτισμού σε νόρμες διεθνούς συμπεριφοράς. Όπως εξηγεί ο Κώστας Α. Λάβδας, σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία επέκτασης της περιμέτρου του ευρωπαϊκού πεδίου θεσμοποίησης, η οποία λαμβάνει μορφές, είτε ισχυρές (π.χ., ενσωμάτωση της Ανατολικής Ευρώπης), είτε ήπιες (π.χ. περιφερειακά καθεστώτα). Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, η επέκταση του πεδίου της θεσμοποίησης τείνει να μειώνει τη σχετική σημασία του ρόλου της εξαναγκαστικής επιβολής και της βίας, διαβρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις «χομπσιανές» διαστάσεις της διεθνούς πολιτικής, εμβαθύνοντας την ήδη υπαρκτή και εξελισσόμενη πρόσμιξη και αλληλεπίδραση διαφορετικών νορμών και κανόνων, εθιμικών και συμπεριφορικών, που αποτελούν το μωσαϊκό της διεθνούς πολιτικής κουλτούρας. Αυτή η τάση της ΕΕ να προτάσσει θεσμικές νόρμες και να αντλεί νομιμοποίηση από αυτές, οφείλεται στην ωρίμανση, στην ευρωπαϊκή πολιτική, μιας νόρμας αμοιβαιότητας που έχει πλέον ξεφύγει από τα πλαίσια της «συγκεκριμένης» αμοιβαιότητας και κινείται στην περιοχή της «διάχυτης», εξερευνώντας, μάλιστα, νέες και βαθύτερες εφαρμογές της. Η ΕΕ προβάλλει, στη συνέχεια, στο διεθνές πεδίο την πρακτική που προϋποθέτει διάχυτη αμοιβαιότητα και θεσμούς που την ενθαρρύνουν και την παγιώνουν.

 

Από την άλλη πλευρά, η «μετάφραση» των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού σε νόρμες συμπεριφοράς, τόσο εντός της Ένωσης, όσο και στο διεθνές περιβάλλον, αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες, οι οποίες προσεγγίζονται σε δυο πεδία που σύμφωνα με τον Λάβδα εμπεριέχουν και τις εναλλακτικές δυνατότητες: «επιθετική νομιμοποίηση της κρατικής κυριαρχίας versus διάχυση της κυριαρχίας σε ένα πεδίο θεσμοποίησης με νόρμες διάχυτης αμοιβαιότητας», και «διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων μέσα σε δεδομένα οικονομικά πλαίσια versus απόδοση στην πολιτική ενός ελάχιστου πεδίου οικονομικών επιλογών». Στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος έγκειται, στο ότι το πεδίο επιλογών οικονομικής πολιτικής, χωρίς το οποίο η πολιτική νομιμοποίηση (της ΕΕ) κινδυνεύει ολοένα και περισσότερο από ανορθολογικές επιλογές (των κρατών-μελών), ενδέχεται να συμπαρασύρει και τις κατακτήσεις του πρώτου πεδίου, στο βαθμό που η «διάχυτη αμοιβαιότητα» δεν θα μπορεί να επεκταθεί, ενόψει πολιτικών για τις οποίες θα προκύπτει η ανάγκη (λόγω οικονομικών αδιεξόδων) να νομιμοποιούνται, σε αυξανόμενο βαθμό, ανορθολογικά απέναντι στο εσωτερικό πολιτικό κοινό και τις περιθωριοποιούμενες ομάδες του.

 

Καθώς η επέκταση των ευρωπαϊκών πεδίων θεσμοποίησης και η αύξηση της προβλεψιμότητας λαμβάνουν χώρα σε ένα διεθνές περιβάλλον που συν-καθορίζεται από την εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης, και το οποίο εξυψώνεται πέραν της επίδρασης της πολιτικής διαβούλευσης και επιλογής, τίθενται πολλαπλά ερωτήματα για την ωρίμανση της διάχυτης αμοιβαιότητας μέσα από τις διαδικασίες του εξευρωπαϊσμού. Στα ερωτήματα που προκύπτουν για την αμφίδρομη σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εξευρωπαϊσμού, αλλά και του τρόπου με τον οποίο επηρεάζονται τα κράτη εντός και εκτός της ΕΕ, επιχειρεί να απαντήσει η ανάλυση της Στέλλας Λαδή.

 

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και ο εξευρωπαϊσμός αποτελούν σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα, που για την κατανόηση της έντασης και του ρυθμού τους είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι νέες διεθνείς ισορροπίες που προκύπτουν από την ένταση της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Η εν λόγω έννοια εμφανίζεται σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα από αυτή του εξευρωπαϊσμού, αλλά και οι δύο ακολουθούν μια κοινή πορεία, ως προς το πώς αντιλαμβάνονται την επίδρασή τους τα κράτη. Ο εξευρωπαϊσμός εμφανίζεται τη δεκαετία του ‘90 με σκοπό να περιγράψει μια διαδικασία διαφορετική από αυτή της ευρωπαϊκής ενοποίησης και εναρμόνισης, δηλαδή εννοιών που δίνουν έμφαση στις εσωτερικές αλλαγές με στόχο τη συμμόρφωση στους κανόνες της ΕΕ. Εξετάζοντας τις έννοιες της παγκοσμιοποίησης και της παγκόσμιας διακυβέρνησης, και αποσαφηνίζοντας τη θέση της ΕΕ μέσα σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο, η Λαδή προχωρά στη συστηματική σύγκριση της παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού. Τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε εμπειρικό επίπεδο, η πορεία των εν λόγω φαινομένων δεν είναι υποχρεωτικά ευθύγραμμη και η έκβαση τους δεν είναι προβλέψιμη. Ανεξάρτητα από το αν εκλαμβάνονται ως συμπληρωματικά ή ως αντιθετικά φαινόμενα, η ΕΕ κατέχει ισχυρή θέση στην παγκόσμια διακυβέρνηση, μέσω των παραδοσιακών οδών της διεθνούς διαπραγμάτευσης (ΠΟΕ, G8, κτλ), μέσω της προώθησης διεθνών κανόνων και νορμών, και μέσω της δημιουργίας υπερεθνικών συνασπισμών και συμμετοχής σε δια-περιφερειακά δίκτυα. Επιπλέον, επειδή η ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο είναι συγκριτικά περισσότερο αναπτυγμένη, η ΕΕ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, με τα μέλη της να μπορούν να επαναπροσδιορίζουν πιο αποτελεσματικά τη θέση τους σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. 

 

Θεσμοί, Οικονομία και Διπλωματία

Μετά από μια μακρά πορεία ενοποίησης, η ΕΕ διαθέτει μια αξιόλογη ικανότητα δράσης στη διεθνή σκηνή, μέσω των δυνατοτήτων που απορρέουν, πρωτίστως, από την κοινή εμπορική και αναπτυξιακή πολιτική και δευτερευόντως από την ΚΕΠΠΑ και, πιο πρόσφατα, την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ). Όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος Στεφάνου, η υπεροχή της ΕΕ έναντι άλλων διεθνών οργανισμών έγκειται στη δυνατότητα προσφυγής της σε μία ευρεία κλίμακα μη στρατιωτικών μέσων και δυνατοτήτων, όπως η παροχή τεχνικής βοήθειας, η διάθεση ανθρωπιστικής βοήθειας, η επιβολή εμπορικών κυρώσεων, η ενίσχυση του κράτους δικαίου, κοκ. Από την άλλη πλευρά, ο μηχανισμός της ΚΕΠΠΑ έχει, βεβαίως, συμβάλει στην ενίσχυση της διεθνούς ταυτότητας της ΕΕ και ανταποκρίνεται στη θεωρία του «πολλαπλασιαστή ισχύος» για τα κράτη-μέλη. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της παραμένει διακυβερνητικός και οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία, με αποτέλεσμα, όταν τίθενται εθνικά οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα - όπως η προστασία των ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων και των αλιευτικών πόρων-, η ΕΕ να αδυνατεί να εφαρμόσει συντονισμένες πολιτικές. Παρά τα αδιέξοδα που εμφανίζονται κατά καιρούς σε ότι αφορά τη δεσμευτικότητα στην επιδίωξη των κοινών στόχων, τα κράτη-μέλη έχουν καταφέρει να εναρμονίσουν τη συμπεριφορά τους σε μια σειρά διεθνών ζητημάτων.

 

Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός, ότι η ικανότητα διεθνούς δράσης της ΕΕ συναρτάται με τα νομικά μέσα και τους πόρους που διαθέτει. Σε αντίθεση με τα κράτη, κάθε ενέργεια που αναλαμβάνει στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να είναι συμβατή με τις εξουσιοδοτήσεις και διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που διαλαμβάνουν οι Συνθήκες και το παράγωγο δίκαιο. Όπως εξηγεί ο Στεφάνου, σε συνέχεια των αλλεπάλληλων αναθεωρήσεων των Συνθηκών, το πλαίσιο αυτό επιτρέπει στην Ένωση να δρα στη θέση των κρατών-μελών ή συμπληρωματικά προς αυτά σε όλο το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Οι αδυναμίες που εντοπίζει συνδέονται περισσότερο με συμπεριφορές των κρατών μελών, παρά με θεσμικές ατέλειες του κοινού συστήματος. Η ύπαρξη ενός ικανού θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου στην ΕΕ δεν συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη και την αποτελεσματικότητα στις εξωτερικές δράσεις της καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις, συναρτάται με την χρήση των (στρατιωτικών κυρίως) μέσων των κρατών-μελών. Σε άλλες περιπτώσεις η ΕΕ, ενώ διαθέτει τα κατάλληλα μέσα δεν είναι σε θέση να αναλάβει δράση, λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης.

 

Η ΕΕ αποτελεί μια ισχυρή οικονομική και εμπορική δύναμη στο διεθνές σύστημα. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της οικονομικής διπλωματίας στις διεθνείς σχέσεις,[15] η ΕΕ έχει την ευκαιρία να εμπεδώσει και να ενισχύσει περαιτέρω το διεθνή της ρόλο. Για να μπορέσει, ωστόσο, να διαδραματίσει το ρόλο που της αξίζει, πρέπει να αποδείξει, ότι μπορεί να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις στη δική της «χειμαζόμενη» οικονομία. Πράγματι, όπως παρατηρεί ο Γιάννης Στουρνάρας, η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει περίπου στάσιμη τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό ανεργίας φτάνει το 10%, ενώ οι επενδύσεις σε εξοπλισμό στις μείζονες (οικονομικά) χώρες της Ευρωζώνης μειώνονται δραματικά. Οι μη ικανοποιητικές οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης μειώνουν, εκ των πραγμάτων, την ικανότητα της ΕΕ να επηρεάσει τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, εγκυμονώντας σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του διεθνούς οικονομικού και νομισματικού συστήματος. Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα βοηθούσε στο να αναβαθμιστεί ο ρόλος της ΕΕ στη διεθνή σκηνή και να επιτευχθεί μια καλύτερη διεθνής κατανομή των πόρων. Άλλωστε, ένας από τους λόγους που αρκετοί αντιδρούν σήμερα στην (αναγκαία, για λόγους σταθερότητας) μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ (και στη μείωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών τους) είναι, ότι αυτό αποτελεί την «ατμομηχανή» της διεθνούς οικονομίας, που αν σταματήσει, θα οδηγήσει ενδεχομένως σε παγκόσμια ύφεση. Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα συμβάλλει στη μείωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, και θα μειώσει τον κίνδυνο μιας απότομης προσγείωσης του δολαρίου, που θα απειλήσει σοβαρά τη σταθερότητα του διεθνούς οικονομικού συστήματος και της ευρωπαϊκής οικονομίας.

 

Όπως είναι γνωστό, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της ΕΕ, υλοποιούμενες μέσω των συμφωνιών, που αυτή συνάπτει, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των εξωτερικών της σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές της ΕΕ στηρίζονται στις ίδιες αξίες που διέπουν την εξωτερική πολιτική της και αποσκοπούν στην ικανοποίηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων.[16] Όπως εξηγεί ο Βασίλης Τσέλιος, η εξωτερική οικονομική δράση της ΕΕ έχει δύο διαστάσεις: τη χρηματοδότηση δράσεων (αναπτυξιακή βοήθεια, ανθρωπιστική βοήθεια, ανασυγκρότηση κλπ) και την εμπορική πολιτική, η οποία καθορίζει τα εμπορικά μέτρα, που λαμβάνονται για ένα σκοπό, παράλληλα με άλλες δράσεις. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμπορικής πολιτικής είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει «προληπτικά», με τη λήψη μέτρων, που μακροπρόθεσμα μπορούν να ωφελήσουν μια περιοχή, ενώ έχει «ανταλλακτικό» χαρακτήρα, δηλαδή άμεσα ή αναμενόμενα (όχι απαραίτητα οικονομικά) οφέλη για την ΕΕ. Το γεγονός ότι αποφέρει συγκεκριμένα και ενδεχομένως πιο άμεσα οφέλη στην ΕΕ, είναι αυτό που, μαζί με το στοιχείο της «κοινής πολιτικής», τις διαφοροποιούν από τη μη ολοκληρωμένη ακόμα εξωτερική πολιτική της ΕΕ (όπως αυτή αποφασίζεται και εκφράζεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ).

 

Η ΕΕ τάσσεται συστηματικά υπέρ του εμπορίου χωρίς διακρίσεις και του πολυμερισμού στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, έχοντας αναχθεί μάλιστα σε εγγυητή του καθεστώτος του παγκόσμιου εμπορίου. Συνδεδεμένη πλέον στενά με το στόχο της ανάπτυξης, η εμπορική πολιτική της ΕΕ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) αρχίζει να διαφοροποιείται στο Γύρο της Doha, προσεγγίζοντας όλο και περισσότερο την έννοια της ανάπτυξης. Η περαιτέρω απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και το αμοιβαίο άνοιγμα των αγορών της ΕΕ παραμένει στην κορυφή των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις, ωστόσο, με την ανάπτυξη, ως παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής της ΕΕ, το άνοιγμα των αγορών εξαρτάται πλέον και από το βαθμό ανάπτυξης της κάθε χώρας, κατά πλήρη εφαρμογή της αρχής της διαφοροποιημένης μεταχείρισης. Η ΕΕ παρουσιάζει έτσι όλο και μεγαλύτερη ευελιξία. Ενώ μερικοί στόχοι της φαίνεται να θυσιάζονται στις διαπραγματεύσεις με αντάλλαγμα την επίτευξη συμφωνίας σε άλλους τομείς, στην εμπορική πολιτική της, στα πλαίσια του ΠΟΕ, αρχίζουν να εισάγονται νέες αρχές πολιτικής έναντι των αναπτυσσομένων χωρών, όπως το μη αμοιβαίο άνοιγμα αγορών ή η κατά περίπτωση αντιμετώπιση τους. [17]

 

Εκτός από τις πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο του ΠΟΕ, η ΕΕ διατηρεί ή συνάπτει και διμερείς εμπορικές σχέσεις με χώρες ή περιφερειακούς οργανισμούς. Ιδιαίτερα αναπτυγμένο είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις της Τελωνιακής Ένωσης της ΕΕ με την Τουρκία και τις χώρες που δεν αποτελούν μέλη της, αλλά συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Ελβετία). Ανεπτυγμένες σημαντικά, όμως, είναι και οι σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες των Βαλκανίων (κυρίως λόγω της προοπτικής ένταξης στην ΕΕ) και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών. Μετά τη Σύνοδο του ΠΟΕ στο Cancun, η ΕΕ φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως τη δυναμική των διμερών συμφωνιών, αποδίδοντας πλέον ιδιαίτερο βάρος στις διμερείς συμφωνίες με τις ανερχόμενες δυνάμεις του παγκόσμιου εμπορίου, την Κίνα, την Ινδία το Πακιστάν και, βέβαια, την ενεργειακά και στρατιωτικά κρίσιμη σύμμαχο, τη Ρωσία. Από την άλλη πλευρά, με τις αναπτυσσόμενες χώρες, η ΕΕ φαίνεται να προτιμά το σχήμα της διαπεριφερειακής συνεργασίας, παρά τη σύναψη διακρατικών συμφωνιών. Αυτή είναι η περίπτωση των χωρών Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού (ΑΚΕ) με τη Συμφωνία του Cotonou, αλλά και οι διαπραγματεύσεις με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Στην περίπτωση της Mercosur, ο βαθμός της περιφερειακής ενοποίησης επιδρά θετικά στην σύναψη διαπεριφερειακής συμφωνίας, κάτι που δεν ισχύει με τις χώρες του Συμφώνου των Άνδεων και της Κεντρικής Αμερικής. Διαπεριφερειακές συμφωνίες ακολουθούνται και στην περίπτωση του Συμβουλίου των Χωρών του Κόλπου, και εν μέρει στη Μεσόγειο, παρά την εμφάνιση της «διμερούς» Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, η οποία διαφοροποιεί τα δεδομένα σχετικά με το επίπεδο συνεργασίας της ΕΕ με τους Μεσογειακούς εταίρους της.

 

Εκτός από το εμπόριο, η ΕΕ είναι σήμερα ο κύριος εταίρος των αναπτυσσόμενων χωρών στις άμεσες ξένες επενδύσεις και την αναπτυξιακή βοήθεια, παρέχοντας από κοινού με τα κράτη-μέλη της το 55% του συνόλου της επίσημης διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας. Στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων για την ανάπτυξη και τη συνεργασία, η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβάνει πολλαπλές θεματικές, καθιστώντας φανερή την πρόσφατη διεύρυνση του πεδίου της ασφάλειας. Η ΕΕ δεν οριοθετεί πλέον μόνο τους οικονομικούς στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής, αλλά προσδιορίζει και το πολιτικό πλαίσιο, το οποίο θεωρείται απαραίτητο για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα αυτής της πολιτικής. Η σύνδεση, όμως, των οικονομικών στόχων της αναπτυξιακής πολιτικής με πολιτικά κριτήρια έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διεθνών φορέων και των αναπτυσσόμενων χωρών, κυρίως όσον αφορά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και της εξαγωγής/επιβολής πολιτικών και άλλων προτύπων.

 

Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της η Μαριλένα Κ. Σημίτη, οι αναπτυξιακές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) αποτελούν σημαντικό μοχλό για τη διασφάλιση της παρουσίας της ΕΕ σε τρίτες χώρες («οικονομική διπλωματία»). Η μελλοντική παρουσία των ΜΚΟ εξαρτάται και από το ρόλο που θέλει η ίδια η Ένωση να παίξει στην παγκόσμια κοινότητα. Όσο ενισχύεται η άποψη που θέλει την ΕΕ να λειτουργεί «αυτόνομα» σε σχέση με τις ΗΠΑ, τόσο θα διευρύνεται η διεθνής παρουσία των ΜΚΟ. Αντίθετα, η υποχώρηση της παρουσίας και της διαπραγματευτικής ισχύος της Ένωσης στην παγκόσμια κοινότητα θα λειτουργήσει ανασταλτικά για την περαιτέρω αναβάθμισή του ρόλου τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η «οικονομική διπλωματία» των αναπτυξιακών ΜΚΟ θα συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό μοχλό σύνδεσης της ΕΕ με τρίτες χώρες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες, όπου η Ένωση επιδιώκει μία ενεργή παρουσία, χωρίς να θέλει να αναλάβει άμεσα την πολιτική ευθύνη.

 

Είναι γεγονός, πως το 2003 η ΕΕ διέθεσε 600 εκατ. ευρώ για ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ κάθε χρόνο διαθέτει περίπου 30 δις ευρώ για την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και υπανάπτυξης (55% του συνόλου της παγκόσμιας βοήθειας).  Στη Μέση Ανατολή, η ΕΕ μέσω του προγράμματος MEDA έχει διαθέσει από το 1995 πάνω από 2,5 δις ευρώ, και μαζί με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το FEMIP (Facility for Euro-Mediterranean Investment and Partnership) παρέχουν πλέον περίπου 3 δις ευρώ ετησίως με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων στους Μεσογειακούς εταίρους της Ένωσης. Στο Ιράκ η ΕΕ διέθεσε 1,25 δις ευρώ για την ανοικοδόμηση της χώρας και 200 εκατ. ευρώ για την στήριξη της εκλογικής διαδικασίας. Για τον ίδιο λόγο χορήγησε στην Παλαιστινιακή Αρχή βοήθεια ύψους 250 εκ. ευρώ το 2005. Ωστόσο, το όραμα μιας ΕΕ με ισχυρό ρόλο στη διαχείριση του παγκόσμιου συστήματος σίγουρα δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Η ΕΕ θα πρέπει να αποδείξει, πως αποτελεί μια οντότητα με κοινά συμφέροντα και κοινή φωνή στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό απαιτεί τη θυσία των διμερών διπλωματικών πλεονεκτημάτων των ισχυρών κρατών-μελών στο βωμό ενός συντονισμένου ευρωπαϊκού πλαισίου εξωτερικής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αναγκαίου για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος και τη διεθνή αναβάθμιση της Ένωσης.

Ασφάλεια, Άμυνα και Εξοπλισμοί

Η εμφανής ασυμμετρία μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής διάστασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων για το μέλλον της Ευρώπης από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Τα πρώτα βήματα για την κάλυψη αυτής της ασυμμετρίας αποτέλεσαν η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (ΕΠΣ) του 1970 και στη συνέχεια η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και η υιοθέτηση της Διακήρυξης της Χάγης για την ευρωπαϊκή ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’90, το χάσμα διευρύνθηκε διότι, ενώ πραγματοποιήθηκε το μεγάλο άλμα στην κατεύθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), οι φιλοδοξίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έμειναν ανεκπλήρωτες. Σύμφωνα με την ανάλυση των Ανδρέα Κιντή και Θάνου Ντόκου, η μέχρι σήμερα αδυναμία της ΕΕ να σχεδιάσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική με στόχο να βελτιώσει τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό ισχύος οφείλεται κυρίως στην εκχώρηση στο ΝΑΤΟ της αρμοδιότητας για θέματα ασφάλειας, γεγονός που πηγάζει, αφενός από τον εφησυχασμό της Ευρώπης στην αμερικανική προστασία, και αφετέρου από το φόβο, μήπως η ανάπτυξη ενός παράλληλου ρόλου από την Ένωση διαταράξει την διατλαντική σχέση και οδηγήσει στην αποσύνδεση των ΗΠΑ από το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας. Σημαντικός λόγος είναι και η έλλειψη αίσθησης κινδύνου και απειλής για την Ευρώπη μετά το 1989, γεγονός που έχει οδηγήσει  στο κυρίαρχο αίτημα των Ευρωπαίων για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη με μια ουσιαστική περικοπή των αμυντικών δαπανών. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται ο κατ’ εξοχήν εθνικός χαρακτήρας της άμυνας και η συνεπακόλουθη δυσκολία των κρατών-μελών να εκχωρήσουν μέρος της κυριαρχίας τους στη σφαίρα της ΕΕ.

 

Η αποτελεσματικότητα της εξωτερικής δράσης της ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Άλλωστε, ο διεθνής ρόλος της αναβαθμίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την ανάδυση ενός «συνολικού» πλαισίου ασφάλειας,[18] στο βαθμό που μειώθηκε η σημασία της στρατιωτικής ισχύος.[19] Από την άλλη πλευρά, τα ρήγματα που έχει υποστεί το ευρωπαϊκό σύστημα την τελευταία δεκαετία ανέδειξαν το βαθμό δυσκολίας να διαχειριστεί η ΕΕ την έξαρση βίαιων συστημικών τάσεων στο ζωτικό της χώρο (Βαλκάνια – Μέση Ανατολή) χωρίς την ανάπτυξη μιας κοινής αμυντικής διάστασης. Η εγκαθίδρυση της ΚΕΠΠΑ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, αναζωπύρωσε τις ελπίδες για μια ουσιαστική αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ένωσης, ωστόσο, η αποτυχία παρέμβασης στις διαδοχικές βαλκανικές κρίσεις ανανέωσε τα όπλα των ευρω-σκεπτικιστών και έτσι, ο αρχικός ενθουσιασμός σχετικά με τις μεταψυχροπολεμικές δυνατότητες της Ένωσης αντικαταστάθηκε σύντομα από τη θεσμική στασιμότητα και την έλλειψη πολιτικής τόλμης.[20]

 

Είναι γεγονός πως μετά τη δεύτερη κρίση στο Κοσσυφοπέδιο, κατέστη περισσότερο επιτακτική η ανάγκη ανάπτυξης μιας αξιόπιστης ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής προς υποστήριξη της ΚΕΠΠΑ, με στόχο την εξάλειψη των εστιών σύγκρουσης, την πρόληψη των κρίσεων, την εγκαθίδρυση του κράτους δικαίου, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας αποτελεί κομβικό σημείο προς την κατεύθυνση αυτή, διότι ακολούθως ολοκληρώθηκε ο μηχανισμός της ΕΠΑΑ και το πλαίσιο λειτουργίας με την ίδρυση, μεταξύ άλλων, της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της Στρατιωτικής Επιτροπής και του Στρατιωτικού Επιτελείου. Υιοθετήθηκε, επίσης, η «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας» («κείμενο Σολάνα»), συναρμολογήθηκαν οι μόνιμες διευθετήσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ και διαμορφώθηκε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανισμών. Τέλος, επιτεύχθηκε η ολοκλήρωση της επιχειρησιακής ικανότητας της ΕΕ, η οποία της επιτρέπει την ανάληψη αυτόνομων ή μη (με προσφυγή στα μέσα και στις δυνατότητες του ΝΑΤΟ) στρατιωτικών και αστυνομικών επιχειρήσεων τύπου «Petersberg», εντός αλλά και εκτός Ευρώπης. Αν και το θέμα του μετασχηματισμού της ΕΕ σε οργανισμό ασφάλειας με στρατιωτικές ικανότητες παραμένει ατελές, εντούτοις, είναι σαφές, ότι πλέον παρουσιάζονται σημαντικές ευκαιρίες, αλλά και διλήμματα προς την κατεύθυνση αυτή.

 

Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι τα γεγονότα της 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και η επακόλουθη αναζήτηση της ασφάλειας, ως κυρίαρχης οργανωτικής αρχής του διεθνούς συστήματος, έχουν περιπλέξει σημαντικά το ρόλο και τη δράση της ΕΕ στο διεθνές πεδίο. Το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και οι εξελίξεις που ακολούθησαν (Αφγανιστάν,  Ιράκ, κτλ) αποτελούν κομβικό σημείο, καθώς έκτοτε, η ΕΕ φαίνεται να αμφιταλαντεύεται μεταξύ της υιοθέτησης μιας διεθνούς ταυτότητας, προσηλωμένη στη διεθνή έννομη τάξη και τον πολυμερισμό - στη μορφή μιας «ειρηνικής/πολιτικής δύναμης»[21] - είτε της απόκτησης στρατιωτικής ισχύος. ΑΑν και δεν έχει διαπιστωθεί, κατά πόσο η απόκτηση στρατιωτικής ισχύος συμβαδίζει με την επιδίωξη των «παγκόσμιων» ευρωπαϊκών στόχων, και εάν σηματοδοτεί την άσκηση ισχυρότερου καταναγκασμού εκ μέρους της ΕΕ, όπως εξηγούν οι Κιντής και Ντόκος, φαίνεται να διαμορφώνεται μια γενικότερη συναίνεση, ότι η ΕΕ θα πρέπει να εξελιχθεί σε διεθνή πολιτικό παράγοντα, στηριζόμενη κυρίως στην ήπια ισχύ. Χωρίς όμως μια σαφή στρατηγική, η ΕΕ δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από την αμερικανική στρατηγική (σκέψη και όχι μόνο) και να προωθήσει τις δικές της προτεραιότητες, τόσο όσον αφορά στους στόχους, όσο και τα μέσα. Η «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας» φιλοδοξεί να αποτελέσει τη βάση για τη στρατηγική ταυτότητα της ΕΕ, μέσω της οποίας θα αναλάβει ένα μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την παγκόσμια ασφάλεια. Ωστόσο, ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι αποφάσιζαν να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες είναι πολύ μεγάλο το χάσμα που τις χωρίζει από τις ΗΠΑ.[22] Η ανάδειξη της ΕΕ, ως δεύτερος πόλος ισχύος στο διεθνές σύστημα, ακόμη και αν δεν βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με τις ΗΠΑ, θα είχε σταθεροποιητικές συνέπειες για το παγκόσμιο σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων της ΕΕ με το ΝΑΤΟ για μια «συμπληρωματική λειτουργία» θα μπορούσε να συμβάλλει στην εξάλειψη της καχυποψίας και της υποβόσκουσας χειραγώγησης του ενός οργανισμού από τον άλλον. Αυτή όμως είναι μια ορθολογική αντιμετώπιση στη διαχείριση της παγκόσμιας ασφάλειας, καθώς η επικρατούσα τάση της Ουάσινγκτον είναι η αποτροπή κάθε αμφισβήτησης της αμερικανικής ηγεμονίας.

 

Προκειμένου η ΕΕ να διαμορφώσει, να εξηγήσει και να υπερασπιστεί μια λειτουργική εναλλακτική προσέγγιση στην παγκόσμια διακυβέρνηση, απαιτείται εκτός από την ανάπτυξη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης και η απόκτηση μιας ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ στο πεδίο των εξοπλισμών. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου αναπτύσσεται σταδιακά, από την περίοδο της τελευταίας ελληνικής προεδρίας, ένα ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού στον τομέα της ανάπτυξης των αμυντικών δυνατοτήτων. Αυτό, σύμφωνα με την ανάλυση του Δημήτρη Β. Σκιαδά, σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή στην προοπτική των κρατών-μελών να αναπτύξουν την αμυντική διάσταση της ΕΕ. Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις δεν έλυσαν τα προβλήματα που παρεμποδίζουν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες. Καταρχήν, δεν υπάρχει ομοφωνία για μια πανευρωπαϊκή προτίμηση στις προμήθειες εξοπλισμού, καθώς μερικά κράτη-μέλη θεωρούν πολύ σημαντική τη συμβατότητα του αμυντικού τους εξοπλισμού με τον αμερικάνικο/ΝΑΤΟικό εξοπλισμό. Επίσης, το γεγονός ότι οι αμυντικές προμήθειες σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά κύριο λόγω σε εθνικό επίπεδο, αντανακλώντας εθνικά συμφέροντα, δυσχεραίνει την εμβάθυνση της συνεργασίας στον τομέα αυτό.

 

Το χαμηλό επίπεδο αμυντικών δαπανών στην ΕΕ σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό της αγοράς αποτελεί ανασχετικό παράγοντα για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, αλλά όχι τον μοναδικό. Όπως εξηγεί ο Σπύρος Τραυλός, στον τομέα των εξοπλισμών συναντώνται πολλές επιμέρους πολιτικές, με αποτέλεσμα οι διεργασίες να είναι χρονοβόρες και οι διακρατικές συνεργασίες δυσχερείς. Όμως, οι διαρθρωτικές αδυναμίες του τομέα των εξοπλισμών στην Ευρώπη, και κυρίως ο κατακερματισμός και οι επικαλύψεις, μπορούν να αντιμετωπιστούν με αυξημένο συντονισμό στο επίπεδο της Ένωσης. Η εμβάθυνση της συνεργασίας στον τομέα αυτό θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους των εξοπλιστικών προγραμμάτων και σε αυξημένη διαλειτουργικότητα, ενώ δεν αναμένεται να υποσκάψει περαιτέρω την εθνική κυριαρχία. Επιπλέον, η διάχυση των τεχνολογιών στον πολιτικό τομέα θα λειτουργήσει ενισχυτικά στην ανταγωνιστικότητα του συνόλου της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης.

 

Πρέπει να τονιστεί, ότι μόλις το 20% των οπλικών συστημάτων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη προέρχονται από κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα. Με δεδομένη μεσοπρόθεσμα τη δημοσιονομική στενότητα, εκτιμάται ότι κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει το οικονομικό κόστος της παραγωγής ενός πλήρους συστήματος και να διαθέτει αυτονομία στην παραγωγή εξοπλισμών. Συνεπώς, είναι απαραίτητος ο εξορθολογισμός των αμυντικών προμηθειών των κρατών-μελών και η διεύρυνση των κοινών ευρωπαϊκών αναπτυξιακών προγραμμάτων. Σύντομα, στο πλαίσιο λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Οργανισμού, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα κληθούν να εναρμονίσουν ταχύτερα τις αμυντικές τους στρατηγικές σε μια προσπάθεια ισχυροποίησης των αμυντικών δυνατοτήτων και των βιομηχανιών. Για να υπάρξει καταρχάς συντονισμός και στη συνέχεια εξειδίκευση ανά τομέα μεταξύ των αμυντικών βιομηχανιών, θα πρέπει οι ευρωπαϊκές χώρες να εναρμονίσουν τις πολιτικές προμηθειών με την υιοθέτηση κοινών πρακτικών και τεχνικών προδιαγραφών για τα νέα οπλικά συστήματα. Στον εξίσου κρίσιμο τομέα της αμυντικής έρευνας και τεχνολογίας, θα πρέπει να υπάρξει, επίσης, κοινή προσέγγιση στον προγραμματισμό και στη χρηματοδότηση. Το κύριο βάρος για την περαιτέρω προώθηση του συντονισμού θα πρέπει να το σηκώσουν οι τέσσερις ισχυρότερες χώρες, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, οι οποίες έχουν το 80% της παραγωγής αμυντικού υλικού στην Ευρώπη. Αν αυτές οι χώρες δεν μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος της συνεννόησης και του συντονισμού, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο σε μια υπερ-διευρυμένη ΕΕ να έχουμε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Είναι βέβαιο, ότι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες δεν θα επαρκούν, καθώς δεν θα υπάρχει κοινή θέση για την ανάδειξη ενός αξιόπιστου ευρωπαϊκού παράγοντα στο στρατηγικό αυτό πεδίο των διεθνών σχέσεων.

 

Διατλαντικές, Ευρω-Ρωσικές και Ευρω-Τουρκικές Σχέσεις

Οι Ευρω-αμερικανικές σχέσεις αποτελούσαν ανέκαθεν βαρόμετρο για την ΕΕ και την εξωτερική της δράση. Ωστόσο σήμερα, η ρητορική γύρω από την επιδείνωση τους έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Ενώ στις ΗΠΑ η απογοήτευση για την «μαλθακότητα» και την αναξιοπιστία των Ευρωπαίων αυξάνεται, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ, και σε πολλές περιπτώσεις, ο «αντιαμερικανισμός» έχουν αγγίξει ανησυχητικά υψηλά επίπεδα. Οι αμφιβολίες για το μέλλον των εταίρων άρχισαν να διατυπώνονται αρχικά με την εκλογή του George W. Bush και τη νεο-συντηρητική στροφή της Ουάσινγκτον και ακόμη περισσότερο, με την εμπέδωση του φαινομένου της «τρομοκρατίας» ως κυρίαρχης απειλής κατά της ασφάλειας της Δύσης, γεγονός που μετέβαλε τους όρους διεθνούς συνεργασίας και τις σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ. Ωστόσο, η κρίση που προκάλεσε η αμερικανική στάση στο θέμα του Ιράκ τραυμάτισε τις διατλαντικές σχέσεις, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο στην ιστορία τους. Όπως εξηγεί στην ανάλυση του ο Κώστας Υφαντής, η σημερινή κρίση είναι ιδιαίτερη, διότι περιλαμβάνει πολλά θέματα, έχει διαφορετικά αλληλοσυνδεόμενα σημεία έντασης, ενώ οι αξίες που διακυβεύονται παραμένουν θεμελιώδεις. Η κατάσταση είναι διαφορετική, σε σχέση με το παρελθόν σε ότι αφορά την κλίμακα των διαφωνιών και την πολυπλοκότητά τους, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι διαφορές, στο οικονομικό, το πολιτικό και το αμυντικό επίπεδο αλληλοεπηρεάζονται. Επιπλέον, στο βαθμό που οι εξελίξεις των τελευταίων ετών σηματοδοτούνται από μια δραστική αλλαγή στην στρατηγική κουλτούρα κυρίως των ΗΠΑ, η παραδοσιακή διαφορά αντίληψης και ερμηνείας των διεθνών δεδομένων γίνεται πιο έντονή και ο συνακόλουθος αποσυγχρονισμός αποκτά μεγαλύτερη στρατηγική σημασία.

 

Οι σχέσεις EE-ΗΠΑ υπήρξαν πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ένα σημαντικό κεφάλαιο στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος, λόγω της πολυδιάστατης μορφής των διατλαντικών σχέσεων, των συνεχών εξελίξεων, ιστορικών και γεωπολιτικών, αλλά και λόγω της πολυμορφίας του διεθνούς πλαισίου και των ετερόκλητων συμφερόντων που εμφανίζονται σ’ αυτό. Σήμερα το ζήτημα των διατλαντικών σχέσεων είναι περισσότερο πρόβλημα δομικής φυσιογνωμίας του διεθνούς συστήματος. Περιγράφοντας την εξέλιξη των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Υφαντής εξετάζει τα στοιχεία εκείνα που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη διάσταση της συνέχειας στον διατλαντικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα αξιολογεί το βαθμό, στον οποίο οι τάσεις μιας ευρύτερης μεταβολής μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο πλαίσιο διαπραγμάτευσης και τελικά την ανάδυση μιας νέας δυναμικής ισορροπίας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Το πλαίσιο αυτό αναπόφευκτα θα αποτελέσει ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της μετα-μονοπολικής διευθέτησης, καθώς, η σημερινή εμμονή των ΗΠΑ στη μονομερή διαχείριση της διεθνούς πολιτικής αυξάνει συνεχώς το κόστος της αμερικανικής ηγεμονίας και ενισχύει την ανάδυση μιας νέας ισορροπίας ισχύος, την οποία, οι ΗΠΑ μπορούν μόνο να επιβραδύνουν. Ενώ είναι σίγουρο, ότι θα εξακολουθήσουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα να αποτελούν την πιο ισχυρή μονάδα πολιτικής οργάνωσης στο διεθνές σύστημα, είναι επίσης βέβαιο, ότι σχετικά σύντομα η δύναμη τους και η συνακόλουθα εγγενής τάση μονομερούς δράσης θα «ελεγχθεί» από εξισορροπητικές δυνάμεις στην Ευρώπη και την Ασία. Στο πλαίσιο αυτό σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί η Ρωσία, η οποία παρότι, ως στρατιωτική δύναμη δεν έχει τις δυνατότητες που διέθετε η Σοβιετική Ένωση, εξακολουθεί να αποτελεί μια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη, ικανή να επηρεάζει τις εξελίξεις στο διεθνές σύστημα.

 

Παραδόξως, η κατάρρευση του κομμουνισμού και η εξάλειψη των διαχωριστικών γραμμών στην μεταψυχροπολεμική περίοδο δεν οδήγησαν κατά τρόπο αυτόματο και άμεσο σε μια στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας. Η συνεχιζόμενη πολιτικο-οικονομική αστάθεια της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας και η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας δεν άφησαν χρόνο στο Κρεμλίνο για τη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης πολιτικής με την Ένωση. Ούτε, όμως, η ΕΕ ήταν έτοιμη, καθώς ήταν περισσότερο απασχολημένη με την ΟΝΕ και τις διαδοχικές της διευρύνσεις, παρά με την ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσία. Από τη μια πλευρά η Ρωσία είχε ανάγκη την ΕΕ τόσο, για να στηρίξει τη μετάβασή της στην οικονομία της αγοράς, όσο και για να συνάψει ομαλές και στενές σχέσεις με την ΚΕΠΠΑ, με τον «κρυφό πόθο» να ενθαρρυνθεί η ΕΕ στην απομάκρυνση της από το ΝΑΤΟικό άρμα. Από την άλλη, η ΕΕ είχε ανάγκη τη Ρωσία για να εξασφαλίσει την παροχή φυσικού αερίου και πετρελαίου που ήταν απαραίτητη για την οικονομική της ανάπτυξη. Επιστέγασμα αυτής της αλληλεξάρτησης ήταν η Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας του 1994. Έκτοτε, το θεσμικό πλαίσιο της σχέσης ΕΕ-Ρωσίας έχει αναπτυχθεί σημαντικά, έχοντας μεταβληθεί από μια «φυσιολογική» συνεργασία, όπως αυτή της ΕΕ με τη Νορβηγία ή την Ελβετία, σε ένα συγκροτημένο και καλά επεξεργασμένο σύστημα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα - αν εξαιρέσει κανείς την Τουρκία με την οποία έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις ένταξης. Ιδιαίτερα, μετά τη συνάντηση κορυφής ΕΕ–Ρωσίας το 2001, αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Κοινού Οικονομικού Χώρου και η εμβάθυνση των δεσμών με μια «Στρατηγική Εταιρική Σχέση». Ο όρος «Στρατηγική Συνεργασία», όπως διαπιστώνεται, έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά συχνά και σε μεγάλη έκταση, χωρίς  όμως, ούτε η ΕΕ ούτε η Ρωσία να προσδιορίσουν ποτέ με ακρίβεια, το τι σημαίνει και τι συνεπάγεται. Το κεφάλαιο του Χαράλαμπου Τσαρδανίδη διερευνά τους πολυσχιδείς δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ της μεταψυχροπολεμικής Ρωσίας και της ΕΕ και εξηγεί γιατί, ενώ η εταιρική σχέση Ρωσίας-ΕΕ είχε (και έχει) τεράστιο πολιτικό και οικονομικό δυναμισμό, η πορεία της στην μεταψυχροπολεμική περίοδο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική.

 

Σήμερα, οι δύο γειτονικές οντότητες έχουν αναπτύξει μια συγκροτημένη συνεργασία που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και δράσεων. Ωστόσο, παρά την πληθώρα «διαλόγων» και «προγραμμάτων δράσης» και παρά τη δημιουργία των τεσσάρων «Κοινών Χώρων», πολύ λίγα έχουν ουσιαστικά υλοποιηθεί, καθώς υφίστανται δυσκολίες που αφορούν στην οικονομική ασυμμετρία των δύο εταίρων, στις διαφορετικές εκτιμήσεις για την πρόοδο στην ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών, της χρηστής διακυβέρνησης και της οικονομίας της αγοράς στη Ρωσία, αλλά και στις διαφορετικές αντιλήψεις για το ρόλο τους σε ένα (μελλοντικό) πολύ-πολικό και (πραγματικά) πολυμερές διεθνές σύστημα. Ο «Κοινός Χώρος» συνεργασίας για την ασφάλεια έχει διευκολύνει τη συνεργασία στα διεθνή ζητήματα, δίνοντας τη δυνατότητα στην ΕΕ και τη Ρωσία να αναπτύξουν ένα συνεχή πολιτικό διάλογο. Η στρατηγική σύμπραξη με την ΕΠΑΑ μπορεί να εξυπηρετήσει σημαντικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, τόσο στο «εγγύς εξωτερικό» της τέως Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή, η Άπω Ανατολή και ο χώρος του Δυτικού Ειρηνικού, όσο και γενικότερα στην παγκόσμια πολιτική. Η συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η συμμετοχή σε επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων και αποκατάστασης της ειρήνης και η σύμπραξη σε ζητήματα αφοπλισμού, προσδίδουν στην ρωσική εξωτερική πολιτική μια άλλη διάσταση, εκείνη της συνεργασίας με τη Δύση και όχι του στρατιωτικού ανταγωνισμού. Από την αυξανόμενη συνεργασία με την ΕΕ, η Ρωσία φαίνεται να προσδοκά ότι έτσι θα μπορούσε να διαβρώσει την αλληλεγγύη της ευρωατλαντικής κοινότητας. Ωστόσο, η προοπτική διεύρυνσης των διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και ΕΕ αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, διότι αντίθετα με τη Ρωσία, για τους ευρωπαίους το ζήτημα της συνεργασίας με τη Ρωσία δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα, ενώ η συνεργασία με το ΝΑΤΟ και η διευθέτηση των σχέσης της ΕΠΑΑ με χώρες που, είτε δεν είναι μέλη της ΕΕ, είτε δεν συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ αποτελεί πολύ πιο σημαντικό ζήτημα για την ΕΕ. Η Μόσχα, έχοντας πια κατανοήσει ότι η ΕΠΑΑ δε μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο στα πλαίσια της ευρωατλαντικής αλληλεγγύης, τα όρια της συνεργασίας τους είναι δεδομένα και δεν μπορεί παρά, τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και η Μόσχα να τα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους στο σχεδιασμό της πολιτικής τους.

 

Η πρόσφατη μαζική διεύρυνση της ΕΕ άφησε σε εκκρεμότητα την ένταξη μιας προβληματικής, αλλά πολιτικά, οικονομικά και γεω-στρατηγικά σημαντικότατης χώρας, της Τουρκίας. Όπως σημειώνει εξαρχής στην ανάλυση του ο Πάνος Καζάκος, η ένταξη της τελευταίας στην ΕΕ παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα, που γίνεται μεγαλύτερο, επειδή η τελευταία διεύρυνση βαρύνεται με πολλές αβεβαιότητες, όσον αφορά τις πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές επιπτώσεις της για την Ευρώπη. Το μέγεθος του «ευρω-τουρκικού προβλήματος» αναδείχθηκε με τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία για τη Συνταγματική Συνθήκη το 2005, στα αποτελέσματα των οποίων, συνέβαλε η αρνητική κοινή γνώμη των δύο χωρών έναντι της τουρκικής ένταξης. Έρευνες σε άλλα κράτη-μέλη έδειξαν ανάλογη αρνητική στάση, αν και αυτή δεν αποτελεί καθολικό φαινόμενο. Εξίσου διαφοροποιημένες είναι οι απόψεις των κυβερνήσεων, αν και το τοπίο αλλάζει συχνά και σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις μια πλειοψηφία τους (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα) υποστηρίζει την ένταξη με περισσότερο ή λιγότερο αυστηρούς όρους.

 

Οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας ξεκινούν με τη «Συμφωνία Σύνδεσης» του 1963. Ωστόσο, δεν ακολούθησαν μια γραμμική πορεία, κυρίως λόγω των πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που ανέκυψαν από την τουρκική πλευρά (οικονομική κρίση το 1977 και στρατιωτικό πραξικόπημα το 1980). Η αναβάθμιση των σχέσεων ξεκινά από το 1987, όταν η Τουρκία υπέβαλε αίτηση για πλήρη ένταξη, η οποία απορρίφθηκε το 1989. Η δεκαετία του ’90 γνώρισε όχι μόνο προόδους, αλλά και περιοδικές διαταράξεις των σχέσεων λόγω των εσωτερικών εξελίξεων στην Τουρκία. Ωστόσο, ξεκίνησε η διαδικασία επαναπροσδιορισμού των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, η οποία «αποκρυστάλλωσε» την πεποίθηση, ότι έπρεπε να αναγνωρισθεί με πρακτικό τρόπο η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τη νέα Ευρώπη. Οι σχέσεις εξελίσσονται ως το 1999 μέσα στο πλαίσιο της «Συμφωνίας της Άγκυρας», το οποίο συμπληρώθηκε κυρίως με την «εταιρικότητα για την ένταξη» του 2001, της οποίας τη δεύτερη αναθεώρηση πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Νοέμβριο 2005, λόγω της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μετά από περίπου 40 χρόνια ευρωπαϊκών δισταγμών και αναβολών οι διαπραγματεύσεις αυτές άρχισαν, χωρίς όμως αυτό να προδικάζει και τον επιτυχή τερματισμό τους. Με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν πρόκειται να καταλήξουν πριν από το 2015 και αυτό, αν όλα πάνε καλά με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία και αν στο μεταξύ δεν βρεθούμε μπροστά σε μια διαφορετική Ευρώπη!

 

Τι επηρεάζει τη στάση λαών και κυβερνήσεων έναντι της Τουρκίας; Τι προσδοκά η Τουρκία από την ένταξη; Ποιες είναι οι πιθανότητες να ολοκληρωθεί με μια τελική συνθήκη προσχώρησης η διαπραγμάτευση που άρχισε στις 3 Οκτωβρίου 2005; Απαντήσεις σε αυτά τα εξαιρετικά επίκαιρα ερωτήματα δίνονται στην ανάλυση του Καζάκου, στην οποία, εκτός από την εξέλιξη των ευρω-τουρκικών σχέσεων, εξετάζονται και οι πιθανότητες επιτυχούς προσαρμογής της Τουρκίας στα κριτήρια ένταξης που έχει καθορίσει η ΕΕ. Δεν παραλείπονται και οι πηγές της ίδιας της ευρωπαϊκής αμφισημίας, η οποία οφείλεται και στις διαφορετικές αντιλήψεις για τη μελλοντική μορφή της Ευρώπης. Οι τελικές παρατηρήσεις αφορούν το πιο πιθανό σενάριο μιας «προνομιακής εταιρικότητας», καθώς, η ανοιχτή ρήξη φαίνεται εξαιρετικά απίθανη, δεδομένης της ισχυρής αλληλεξάρτησης των δύο πόλων. Για την ένταξη, ωστόσο, στην ΕΕ, οι τουρκικές κυβερνήσεις θα πρέπει ως το 2015 να ξεπεράσουν μια σειρά από υψηλά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά εμπόδια, ώστε η ένταξη της Τουρκίας να μην εκληφθεί ως απειλή για την ή τις ευρωπαϊκές ταυτότητες, τη λειτουργία του συστήματος ή ακόμη και την ίδια τη φύση της Ένωσης.

 

Ο «Ζωτικός Χώρος»: Βαλκάνια και Μεσόγειος

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχει αποτελέσει για την ΕΕ το πεδίο εφαρμογής μιας εξελικτικής πολιτικής, η οποία συχνά αντανακλούσε την ίδια την ασάφεια της ΕΕ να προσδιορίσει το χαρακτήρα της εξωτερικής της δράσης στην περιοχή. Ασφαλώς, το σύνολο των χωρών της περιοχής - Σερβία και Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜ, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία και Σλοβενία, την Αλβανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία) - παρουσίαζε πολλά αντιφατικά χαρακτηριστικά, περιλαμβάνοντας μετακομμουνιστικά κράτη που προσέβλεπαν στη μελλοντική τους ένταξη στην ΕΕ, αλλά και νεοσύστατα κράτη που προέκυψαν από την αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Για περισσότερο από μια δεκαετία, η ΕΕ βίωσε μια επίπονη και οικονομικά επώδυνη διαδικασία εκμάθησης στη διαχείριση διεθνών κρίσεων, μέχρι να παραδεχθεί ότι η εφαρμογή μιας συνεκτικής πολιτικής που θα απέβλεπε στη σταδιακή, αλλά πραγματική ενσωμάτωση των βαλκανικών κρατών στην ΕΕ αποτελεί μονόδρομο για την εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας και ανάπτυξης της περιοχής. Αυτή η παραδοχή, σύμφωνα με την ανάλυση της Φωτεινής Μπέλλου, αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε την τελευταία πενταετία η πολιτική της ΕΕ, αναβαθμίζοντας σταδιακά τον ευρωπαϊκό παράγοντα στην περιοχή.

 

Εξετάζοντας τις πολιτικές της ΕΕ στα Βαλκάνια μετά το 1989, η ανάλυση της Μπέλλου μελετά τη δράση της ΕΕ στην περιοχή, επικεντρώνοντας αφενός, στην προσπάθεια δημιουργίας σχέσεων σύνδεσης και οικονομικής διαρθρωτικής βοήθειας προς τα βαλκανικά κράτη και αφετέρου, στις προσπάθειες συντονισμού της Ένωσης με τη διεθνή κοινότητα για τον τερματισμό των πολέμων και των κρίσεων που προέκυψαν. Ταυτόχρονα εξετάζει την αλλαγή της συνολικής στρατηγικής της ΕΕ μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου και τον προσανατολισμό σε δεσμευτικές πρακτικές σταθεροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης των κρατών της περιοχής για τη μελλοντική ένταξή τους στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Βέβαια, οι εγγενείς αδυναμίες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων αλλά και γενικά της περιοχής, συνηγορούν στην άποψη, ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης της περιοχής θα είναι μακροχρόνια και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το ρυθμό των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων των κρατών που προσβλέπουν σε ένταξή. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή προοπτική καθιστά την Ένωση αξιόπιστο διεθνή παράγοντα, ικανό να οδηγήσει τα κράτη της περιοχής στη διαδικασία εκδημοκρατισμού και ένταξης στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Επιπλέον, η προσπάθεια συγκρότησης μιας αξιόπιστης εξωτερικής δράσης της ΕΕ στον τομέα της διεθνούς ασφάλειας, καθώς και η αποτελεσματική προσπάθεια αντιμετώπισης κρίσεων στο ευρύτερο ευρωπαϊκό διεθνές σύστημα, έχουν προσδώσει πολιτική βαρύτητα στο διεθνή ρόλο της ΕΕ, ενδυναμώνοντας έτσι τη λογική για την περαιτέρω ενίσχυση της ΕΠΑΑ, μέσα από την επέκταση πρακτικών διαχείρισης κρίσεων και προληπτικής πολιτικής που έχουν ήδη δοκιμαστεί επιτυχώς στα Βαλκάνια.

 

Αν και οι σχέσεις με τις χώρες της Μεσογείου δεν αποτελούν νέα ζητήματα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την ΕΕ, ωστόσο, από τα μέσα της  δεκαετία του ‘90 παρουσιάζονται σημαντικές ευκαιρίες με την ενθάρρυνση της περιφερειακής συνεργασίας στο πλαίσιο της Διαδικασίας της Βαρκελώνης (ΔτΒ). Στόχος ήταν να ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος και η περιφερειακή ασφάλεια, να δημιουργηθεί μια περιφερειακή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών και να επανασυνδεθούν οι κοινωνικο-πολιτισμικές σχέσεις των λαών της περιοχής, χωρίς όμως να προβλέπεται η (έστω και μακροπρόθεσμη) ενσωμάτωση των χωρών αυτών στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της ΔτΒ, τα αποτελέσματα απέχουν από τους αρχικούς στόχους και προσδοκίες. Λόγω της φύσης των προβλημάτων και της επιδείνωσης του διεθνούς κλίματος συνεργασίας μετά το 2001, το όραμα της ΕΕ για τη δημιουργία ενός «κλοιού ασφαλείας» από σχετικά ευημερούντα και κατά το δυνατόν δημοκρατικά κράτη παραμένει μακρινό. Εκτός από τη διαρκή εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Indifada, οι ασύμμετρες απειλές και οι ηγεμονικές πολιτικές των ΗΠΑ οδήγησαν στην υποβάθμιση του κλίματος περιφερειακής συνεργασίας, ακόμη και σε θέματα χαμηλής πολιτικής που παραδοσιακά χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή στρατηγική. Επιπλέον, η έλλειψη ουσιαστικής προόδου και πολλές φορές η στάση της ΕΕ δημιούργησαν κλίμα δυσαρέσκειας και καχυποψίας στους Μεσογειακούς εταίρους, οι οποίοι θεωρούν ότι η ΕΕ χρησιμοποιεί τη ΔτΒ προκειμένου να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και την παράνομη μετανάστευση, ενώ στην πραγματικότητα αδιαφορεί για την οικονομική ανάπτυξη και την πρόοδο του Νότου.

 

Είναι επίσης γεγονός ότι η πρόσφατη διεύρυνση δημιούργησε νέα εξωτερικά σύνορα για την Ένωση, μειώνοντας την απόσταση από τις όχθες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (Κύπρος, Μάλτα). Η διεύρυνση της ΕΕ προκάλεσε αισθήματα αποκλεισμού στην πλειοψηφία των Μεσογειακών εταίρων, καθώς ερμηνεύτηκε ως κίνδυνος μετατόπισης του πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος της ΕΕ προς όφελος των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης που πλέον συμμετέχουν ισότιμα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μετά τη διεύρυνση εμφανίζεται η νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας (ΕΠΓ), η οποία βασίζεται στις αρχές της περιεκτικότητας και της διαφορετικότητας, με στόχο τη δυνατότητα βαθύτερης ενοποίησης με τον ευρωπαϊκό πυρήνα στο πρότυπο της ΕΖΕΣ και του ΕΟΧ, καθώς και την υιοθέτηση διαφορετικής τακτικής και στήριξης από μέρους της ΕΕ, στο βαθμό που η κάθε χώρα επιθυμεί να υποβληθεί σε περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις.

 

Η μέχρι σήμερα εξέλιξη των Ευρω-Μεσογειακών σχέσεων δημιουργεί αρκετά ερωτήματα για το εάν η ΕΠΓ θα επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της στη Μεσόγειο, τι παραπάνω θα μπορέσει να προσφέρει στην οικοδόμηση δημοκρατικών δομών στις αραβικές χώρες η ΕΠΓ, και εάν θα συμβιώσει με τη ΔτΒ. Ερωτηματικά συνοδεύουν, επίσης, τις επιλογές της ΕΕ στην προώθηση του εκδημοκρατισμού και της χρηστής διακυβέρνησης μέσω της ΕΠΓ, δεδομένων των εντάσεων που προκύπτουν στη ΔτΒ από τις διιστάμενες αντιλήψεις των εταίρων, για το τι αποτελεί χρηστή πολιτεία. Ερωτηματικά υπάρχουν, τέλος, για το «ήθος» της συνεργασίας και την ευελιξία των ευρωπαϊκών πολιτικών σχετικά με τις προτιμητέες στρατηγικές εφαρμογής και ελέγχου των κοινών δεσμεύσεων, καθώς η ΕΠΓ υπόσχεται αυστηρή και άμεση εφαρμογή της αρνητικής αιρεσιμότητας στους διαθέσιμους πόρους. Η επίδραση της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής αναμένεται να είναι καθοριστική για τις Ευρω-Μεσογειακές σχέσεις, καθώς αρκετοί εταίροι αναζητούν διαφορετικά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής δέσμευσης με τον ευρωπαϊκό πυρήνα. Αν τελικά η φιλόδοξη ΕΠΓ διατηρηθεί ως δομή και πολιτικό κεκτημένο, ενισχύοντας τη «διμερή λογική» στις σχέσεις της ΕΕ, τότε η ΔτΒ είναι βέβαιο ότι θα εξασθενίσει. Πιθανότατα, η προσφορά καλύτερα προσαρμοσμένων διμερών «πακέτων» να οδηγήσουν κάποιους Μεσογειακούς εταίρους, στο να προχωρήσουν γρηγορότερα σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Βέβαια, οι σποραδικές εθνικές μεταρρυθμίσεις δεν εξαλείφουν την ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση των προβλημάτων στην περιοχή και έτσι η ανάγκη για μια συστηματική προσέγγιση όλων των προκλήσεων του περιφερειακού συστήματος θα επανέλθει.

 

Τα φτωχά επιτεύγματα της ΔτΒ και η αυξανόμενη αβεβαιότητα επισκιάζουν τις προσδοκίες για το μέλλον των σχέσεων της ΕΕ με τους Μεσογειακούς της εταίρους. Σε μια προσπάθεια υπέρβασης της παρούσας στασιμότητας απαιτείται η δημιουργία περισσότερων και ποιοτικότερων δεσμών εμπιστοσύνης, ανεξάρτητα από τις ρεαλιστικές δυσκολίες στη Μέση Ανατολή. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η αναγνώριση κοινών Μεσογειακών ενδιαφερόντων και φιλοδοξιών μεταξύ των μελών της ΕΕ. Επίσης, τόσο η λήψη των αποφάσεων, όσο και η διαχείριση της ΔτΒ δεν θα πρέπει να ασκούνται μονομερώς από την ΕΕ, στο πλαίσιο μιας ασύμμετρης δομής διακυβέρνησης και χωρίς την ενεργή συμβολή των Μεσογειακών της εταίρων. Αν αυτό πραγματοποιηθεί θα δημιουργήσει νέες προσδοκίες στο Νότο, δίνοντας εκτός από ισότιμη συμμετοχή και την απαραίτητη αίσθηση «συν-κυριότητας» για την αναβάθμιση της ικανότητας διαλόγου των εταίρων, ως καθοριστικής παραμέτρου για την ανάδειξη μιας νέας σχέσης ανάμεσα στα ετερογενή συστατικά της Μεσογείου.

 

Οι Στρατηγικοί Εταίροι στην Ασία

Η Ασία αποτελεί στις μέρες την πλέον ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομικά ήπειρο. Παράλληλα με τις καλές οικονομικές επιδόσεις της περιοχής, η παρουσία της Ιαπωνίας και της Κίνας, την καθιστούν εξαιρετικά σημαντική στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Αξιοσημείωτο είναι, ότι με τον χαρακτηρισμό της Ινδίας (δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στην Ασία μετά την Κίνα) ως «Στρατηγικού Εταίρου» της ΕΕ, το ήμισυ των στρατηγικών εταίρων ΕΕ (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Κίνα, Ρωσία) βρίσκεται στην Ασιατική ήπειρο. Πέρα από τις εμπορικές σχέσεις, μετά το 1989, η ΕΕ προσπαθεί, σταδιακά να αυξήσει την επιρροή της και να διαδραματίσει έναν πιο κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή.

 

Οι σχέσεις της ΕΕ με την Ιαπωνία αποτελούν αντικείμενο ιδιαιτέρου παγκοσμίου ενδιαφέροντος, λόγω των μεγεθών των δύο οικονομιών και του επιπέδου εξέλιξης των αγορών των δύο εταίρων. Οι σχέσεις εξελίσσονται γύρω από τρεις κύριους άξονες: τον πολιτικό διάλογο, τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις και τη συνεργασία επί κοινών διεθνών ζητημάτων και προκλήσεων. Παραδοσιακά, η εμπορική διάσταση υπήρξε πάντοτε ο κυριότερος και ουσιαστικότερος σύνδεσμος της ΕΕ με την Ιαπωνία. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το εμπόριο απέκτησε προοδευτικά διαφορετική σχετική βαρύτητα, χωρίς όμως να χάσει την απόλυτη σημασία του, ωστόσο, οι σχέσεις ΕΕ-Ιαπωνίας επεκτείνονται πλέον με αυξανόμενους ρυθμούς στον πολιτικό και πολιτισμικό τομέα. Αν και οι σχέσεις ΕΕ-Ιαπωνίας έχουν διανύσει πολύ δρόμο από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν, ότι απέχουν αρκετά από το να οδηγήσουν τις πολιτικές τους σχέσεις σε επίπεδο ανάλογο της οικονομικής τους βαρύτητας. Άλλωστε, κοινό χαρακτηριστικό και των δύο οικονομικών γιγάντων αποτελεί η σχετική αδυναμία τους σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο, για διαφορετικούς όμως λόγους.

 

Σύμφωνα με την ανάλυση του Νίκου Πρωτονοτάριου, οι παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις μετά τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, καθώς και η ραγδαία οικονομική και προσεχώς στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας, αποτελούν τα δύο σημαντικότερα κίνητρα που λειτουργούν υπέρ της σύσφιξης των δεσμών ΕΕ με την Ιαπωνία. Ορισμένα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ίσως αντιμετωπίζουν αυτήν τη σχέση με πιο παραδοσιακό τρόπο και με έμφαση στην οικονομία και το εμπόριο, αλλά οι παγκόσμιες εξελίξεις αναμένεται να εναρμονίσουν τους στόχους των επί μέρους κρατών με αυτούς της ίδιας της ΕΕ. Για την Ευρώπη, η Ιαπωνία, αφενός είναι ο σημαντικότερος οικονομικός της εταίρος στην Ασία, αφετέρου λειτουργεί ως κίνητρο για την πολιτική «ωρίμανσή» της, ενώ για την Ιαπωνία, η Ευρώπη αποτελεί πόλο οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας σε ένα ολοένα πιο ασταθές και αβέβαιο διεθνές σύστημα. Ως εκ τούτου, η σχέση ΕΕ-Ιαπωνίας έχει στρατηγικό χαρακτήρα και μάλιστα με μακρύ ορίζοντα, που θα εξαρτηθεί αφενός, από το βαθμό στον οποίο οι δύο εταίροι θα μπορέσουν να μετατρέψουν τα κοινά συμφέροντά τους σε κοινές πρωτοβουλίες και αφετέρου, τις ανακατατάξεις από την ανάδυση νέων ισορροπιών στην Ασία.

 

Οι εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ με την Ινδία και το Πακιστάν επηρεάζονται αρκετά από τις σχέσεις που έχουν διαμορφώσει οι χώρες αυτές μεταξύ τους. Όπως είναι γνωστό, οι εντάσεις μεταξύ Ινδίας-Πακιστάν απειλούν συχνά την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, με αποκορύφωμα τις δοκιμές των πυρηνικών όπλων το 1998. Η διαφορά τους στο Kashmir αποτελεί την σημαντικότερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη των διμερών τους σχέσεων, όσο και με τον περιφερειακό οργανισμό των χωρών της Νοτίου Ασίας, SAARC (South Asia Association for Regional Cooperation). Στον οικονομικό τομέα, και οι δύο χώρες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές δυνάμεις με επιθετικά συμφέροντα και πάγιο αίτημά τους το άνοιγμα των αγορών των αναπτυγμένων χωρών, καθώς και οι δύο χαρακτηρίζονται από χαμηλό εργατικό κόστος παραγωγής. Οι διαφορές, αλλά κυρίως το πλήθος των ομοιοτήτων, οδηγούν την ΕΕ στην χάραξη πολιτικών έναντι του Πακιστάν και την Ινδίας, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες, τις διαφορές και τα κοινά τους στοιχεία, καταλήγουν να μην ευνοούν περισσότερο την μία έναντι της άλλης. Η έναρξη διμερούς διαλόγου και οι σταδιακές προσπάθειες που καταβάλλονται για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, κυρίως μέσω της ενίσχυσης των εμπορικών και οικονομικών τους δεσμών στηρίζονται από την διεθνή κοινότητα και την ΕΕ. Τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ με αυτές τις χώρες, όπως και με την Κίνα, εξετάζει το κεφάλαιο του Βασίλη Τσέλιου.

 

Όπως είναι γνωστό, η ταχεία εξέλιξη της κινεζικής οικονομίας (ανάπτυξη μεγαλύτερη του 7% το 2004, και περί το 6% όλη τη δεκαετία του 90) τοποθέτησε το 2004 την Κίνα στη δεύτερη θέση των εμπορικών εταίρων της ΕΕ, ενώ ο ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγής κινεζικών προϊόντων. Είναι γεγονός, ότι η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη της Κίνας δεν φαίνεται να ακολουθείται άμεσα από αντίστοιχη ανάπτυξη της παρουσίας της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Κίνα υπολογιζόταν ανέκαθεν ως παγκόσμια δύναμη. Με την είσοδό της στον ΠΟΕ Κίνα ανέλαβε αμέσως ηγετικό ρόλο μεταξύ των Αναπτυσσομένων Χωρών. Η παρουσία της στην παγκόσμια σκηνή φαίνεται να είναι υποδεέστερη της πραγματικής της θέσης. Προβλέποντας όμως ορθά και εκτιμώντας τη μελλοντική θέση της Κίνας στο παγκόσμιο σύστημα, η ΕΕ φρόντισε εγκαίρως να βελτιώσει το θεσμικό πλαίσιο της συνεργασίας της με τον ασιατικό γίγαντα. Οι διπλωματικές σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα ξεκινούν το 1975, ενώ διέπονται από την Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας του 1985, η οποία συμπληρώθηκε το 1994, ώστε να συμπεριλάβει έναν ευρύ πολιτικό διάλογο. Πιο πρόσφατα, ο χαρακτηρισμός της Κίνας ως «στρατηγικού εταίρου» και η πρόθεση αναβάθμισης της Εμπορικής Συμφωνίας-Πλαίσιο αποτελούν στοιχεία μιας προγραμματισμένης πολιτικής, από την οποία η ΕΕ μπορεί να αναμένει σημαντικά οφέλη στο μέλλον.

 

Η ΕΕ έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα να υπερασπίσει στην Ασία. Επιθυμεί, συνεπώς, τη διατήρηση ενός ειρηνικού περιβάλλοντος και γι αυτό το λόγο, διατηρεί την πολιτική της «μίας Κίνας», βάσει της οποίας η Κίνα αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο, δηλαδή τα εδάφη που ανήκουν σε αυτήν αντιμετωπίζονται ενιαία, ασχέτως των ειδικών καθεστώτων που μπορεί να απολαμβάνουν (π.χ. Ταϊβάν). Όσον αφορά το εμπάργκο πώλησης όπλων, αυτό έχει ενταχθεί στο πλαίσιο ενός διαλόγου με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (και την Αυστραλία) για ζητήματα ασφάλειας στην περιοχή. Για την ΕΕ, η Κίνα είναι ένας «στρατηγικός εταίρος», ο οποίος πρέπει να αναλάβει στους διεθνείς οργανισμούς και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι ρόλο ανάλογο του μεγέθους της. Συγχρόνως, πρέπει να τεθεί προ των ευθυνών που δημιουργεί η αλματώδης ανάπτυξή της, και των επιπτώσεων που αυτή έχει σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Οι σχέσεις της Ευρώπης με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας έχουν βαθύτατα διαμορφωθεί, από το αποικιακό παρελθόν της περιοχής και πιο πρόσφατα, από τις σχέσεις τις ΕΕ με τον ομόλογό του οργανισμό στην περιοχή, την Ένωση των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Όπως εξηγεί στο σχετικό κεφάλαιο ο Σωτήρης Πετρόπουλος, αυτή η σχέση επηρεάστηκε από τις εξελίξεις της διεθνούς πολιτικής από το ‘70 μέχρι τις μέρες μας και διαμορφώθηκε βασικά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το νέο κύμα περιφερειακών συνεργασιών (δεκαετία ‘90), την ισχυρή οικονομική επίδοση των μελών της ASEAN έως το 1997 και κατόπιν την οικονομική κρίση της περιόδου 1997-98. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι σχέσεις της ΕΕ με την ASEAN έχουν εισέλθει σε νέα φάση, όπου ο διάλογος μεταξύ των δύο περιοχών έχει επιταχυνθεί. Είναι προφανές, ότι η ύπαρξη κοινών απειλών έχει βοηθήσει τους δύο περιφερειακούς οργανισμούς να συνεργαστούν καλύτερα, αν και πολλές διαφορές και προβλήματα είναι ακόμα υπαρκτά. Για την ΕΕ, η περιοχή που η ASEAN αντιπροσωπεύει, είναι ζωτικής σημασίας για να διατηρήσει τον οικονομικό της ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις, αλλά και για να αποκτήσει πολιτική βαρύτητα. Για την ASEAN, η ΕΕ χρησιμεύει ως μια μεγάλη αγορά για τις εξαγωγικά προσανατολισμένες οικονομίες της, και κυρίως ως το παράδειγμα περιφερειακής ενοποίησης, από το οποίο μπορεί να αντλήσει χρήσιμα μαθήματα, ειδικά στον τομέα της νομισματικής ένωσης.

 

Αφρική και Λατινική Αμερική

Όπως παρατηρεί ο Αστέρης Χουλιάρας για τις σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες της υπο-σαχάριας Αφρικής, υπάρχει η γενικευμένη εντύπωση, ότι η πολιτική της Ένωσης στην περιοχή έχει «κοινοτικοποιηθεί». Αν και υπάρχει μια ισχυρή δόση αλήθειας σε αυτό τον ισχυρισμό (ιδιαίτερα για τις εμπορικές σχέσεις), είναι δύσκολο να μην εκπλαγεί κανείς από το γεγονός, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαχειρίζεται μόλις το 13% της συνολικής ευρωπαϊκής αναπτυξιακής βοήθειας προς την Αφρική. Ωστόσο, το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται, στο ότι οι σχέσεις με την Αφρική δεν αποτελούν τον πλέον υψηλό στόχο της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή βοήθεια, αλλά και το ενδιαφέρον προς την Αφρική έχουν μειωθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με άλλες γεωπολιτικές ζώνες, λόγω και της «κόπωσης των δωρητών» μετά από δεκαετίες χορήγησης (αποτυχούσας) αναπτυξιακής βοήθειας στις χώρες της Αφρικής.

 

Σήμερα, η πολιτική της ΕΕ στη Αφρική περιλαμβάνει την αναπτυξιακή βοήθεια, το εμπόριο και την προώθηση πολιτικών στόχων, όπως η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, της σταθερότητας και της ασφάλειας. Αν και η εστίαση της ευρωπαϊκής πολιτικής σε αυτά τα ζητήματα αντανακλά τη δυναμική της ενοποίησης, αυτή συμπίπτει με μια αντίστοιχη, παράλληλη και ταυτόχρονη στροφή στις εξωτερικές πολιτικές των κρατών-μελών της ΕΕ (κυρίως της Βρετανίας και της Γαλλίας). Σύμφωνα με τον Χουλιάρα, υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη σχέση ΕΕ-Αφρικής. Η φιλελεύθερη την ερμηνεύει ως αμοιβαία επωφελή. Η θεωρία της εξάρτησης την προσλαμβάνει ως «νεο-αποικιακή», ενώ, η πειστικότερη ίσως προσέγγιση δίνει έμφαση στο ρόλο των ηγετικών ομάδων, τοποθετώντας την στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων Βορρά-Νότου. Υποστηρίζεται, ότι η στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Αφρικής από αναπτυξιακά σε πολιτικά ζητήματα αντανακλά ευρύτερες εξελίξεις στις αντιλήψεις του Βορρά για το Νότο. Συγκεκριμένα, φαίνεται να συνδέεται με την έμφαση που έχει δώσει τις τελευταίες δεκαετίες η θεωρία της ανάπτυξης σε πολιτικές έννοιες, και ιδιαίτερα στην έννοια της «χρηστής διακυβέρνησης». Συνολικά, η πολιτική της ΕΕ στην Αφρική θα παραμείνει μάλλον αδύναμη και χωρίς ταυτότητα, περισσότερο επειδή οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να δουν τις χώρες της Αφρικής ως «κανονικές». Ωστόσο, η Συμφωνία του Cotonou και κυρίως οι ρυθμίσεις περί αμοιβαιότητας στο εμπόριο, πέραν του λεγόμενου «κόστους προσαρμογής», φέρουν ένα αισιόδοξο μήνυμα: η Αφρική παύει σταδιακά να είναι «μη κανονική», «ιδιαίτερη» και «χρήζουσα ειδικής μεταχείρισης».

 

Παρά το γεγονός, ότι η αναπτυξιακή συνεργασία της ΕΕ με τις χώρες ΑΚΕ ξεκινά με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης το 1958 (κυρίως λόγω των σχέσεων της Γαλλίας με τις πρώην αφρικανικές της αποικίες), η συνεργασία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ξεκινά στην ουσία το 1986. Σύμφωνα με την ανάλυση του Γιώργου Φιλιππαίου, τότε ουσιαστικά ξεκινάει η πορεία αποκατάστασης μιας «ορθολογικότερης ισορροπίας» - τουλάχιστον όσον αφορά στην κατανομή των αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων του κοινοτικού προϋπολογισμού - η οποία λειτουργούσε σχεδόν μονόπλευρα υπέρ της φτωχότερης, αλλά εγγύτερης πολιτικά Αφρικανικής Ηπείρου και περιθωριακά υπέρ της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

 

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι σχέσεις της ΕΕ με τη Λατινική Αμερική οδηγούνται από τη βαθμιαία και σταθερή προώθηση των προσπαθειών περιφερειακής ολοκλήρωσης της ευρύτερης περιοχής, στη βάση επιμέρους συμφωνιών. Ο διμερής διάλογος πραγματοποιείται σε δύο αλληλένδετα επίπεδα, τα οποία συνθέτουν ένα αρκετά συνεκτικό, διαρθρωμένο και συστηματικά βελτιούμενο πλαίσιο διμερούς συνεργασίας. Σύμφωνα με την ανάλυση του Φιλιππαίου, το πρώτο επίπεδο του διαρθρωμένου διμερούς διαλόγου αποτελεί η Διάσκεψη Κορυφής των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της ΕΕ και των χωρών της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής, καθώς και οι Υπουργικές Σύνοδοι μεταξύ της ΕΕ και των χωρών του λεγόμενου «Rio Group». Το δεύτερο επίπεδο του διαλόγου αποτελούν οι επί μέρους Υπουργικοί διάλογοι με τις Χώρες της Κεντρικής Αμερικής, με τις Χώρες της Κοινότητας των Άνδεων και με τις Χώρες του «Κώνου του Νότου» (Mercosur). Στις τρεις αυτές υπο-περιφέρειες δεν περιλαμβάνονται η Χιλή και το Μεξικό, χώρες, οι οποίες εμφανίζονται να ακολουθούν «αυτόνομη πορεία» και με τις οποίες η ΕΕ έχει υπογράψει ανεξάρτητες και πλέον εξελιγμένου τύπου συμφωνίες συνεργασίας.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι οι εμπορικοί ανταγωνισμοί μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ επηρεάζουν άμεσα και το πλαίσιο των ισορροπιών μεταξύ της North Atlantic Free Trade Area (NAFTA) και Mercosur, καθώς και την πορεία των σχέσεων της ΕΕ με τις χώρες της Mercosur, οι οποίες εκτός των διαπραγματεύσεων με την τελευταία, δεν φαίνεται ότι έχουν εγκαταλείψει και το ενδεχόμενο σύναψης συμφωνίας ή και ένταξης στη NAFTA. Οι ευρωπαϊκοί φόβοι αφορούν κυρίως τις επιπτώσεις της «εκτροπής εμπορίου» της NAFTA στις εξαγωγές των μελών της ΕΕ, όπως συνέβη στην περίπτωση του Μεξικού. Η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει ισχυρή την παρουσία της στο πλαίσιο της «στρατηγικής εταιρικής σχέσης», μέσω της οποίας θεωρεί ότι μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη από ότι η NAFTA και κυρίως, να διασφαλίσει την παρούσα θέση της ως τον πρώτο εισαγωγέα του Mercosur. Πέραν των εμπορικών ζητημάτων και των φόβων δημιουργίας ενός παναμερικανικού εμπορικού χώρου, η εξέλιξη της συνεργασίας ΕΕ-Mercosur μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιτυχής.

 

Οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των χωρών της Κεντρικής Αμερικής, οριοθετούνται από τη Συμφωνία Συνεργασίας του 1985 (βιώσιμη ανάπτυξη και περιφερειακή ενοποίηση) και κυρίως από το «Πλαίσιο Συνεργασίας» του 1993, η οποία προέβλεπε σειρά ρυθμίσεων για την περιφερειακή οικονομική ενοποίηση, αλλά και ειδικότερες ρυθμίσεις για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη χρηστή διακυβέρνηση, την καταπολέμηση των ναρκωτικών και της διακίνησής τους, την ενίσχυση της βιομηχανικής και αγροτικής ανάπτυξης, της παιδείας κ.α. Οι σύγχρονες σχέσεις βασίζονται στη Συμφωνία Πολιτικού Διαλόγου και Συνεργασίας ΕΕ-Κεντρικής Αμερικής, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη τον Δεκέμβριο του 2003, προβλέποντας την καταπολέμηση της φτώχειας, την ισομερή και βιώσιμη ανάπτυξη, την προοδευτική ένταξη των χωρών της περιοχής στην παγκόσμια οικονομία, την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την τελωνειακή ένωση, και την εμβάθυνση των διαδικασιών εμπορικής απελευθέρωσης και εσωτερικών μεταρρυθμίσεων.

 

Όπως εξηγεί ο Φιλιππαίος στην ανάλυση του, η Χιλή και το Μεξικό ακολουθούν παραδοσιακά - αλλά για διαφορετικούς λόγους - «αυτόνομη διαδρομή» από τις παραπάνω μορφές συνεργασίας. Ακολούθως της επανόδου της Δημοκρατίας στη Χιλή, η πρώτη συμφωνία για ένα «Πλαίσιο Συνεργασίας» με την ΕΕ  υπεγράφη το 1990 και αντικαταστάθηκε από αυτήν του 1996. Από το 2002, η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Χιλής αποτελεί, μαζί με αυτήν του Μεξικού, την πλέον προωθημένη διμερή συμφωνία της ΕΕ στη Λατινική Αμερική. Από την άλλη πλευρά, η πορεία των διμερών σχέσεων ΕΕ-Μεξικού χρονολογείται πολύ πριν την δεκαετία του ‘80, χωρίς όμως να λάβει σημαντικές διαστάσεις. Ωστόσο, η συμμετοχή του Μεξικού στη NAFTA, το 1994, αποτέλεσε την κύρια αιτία αναζωπύρωσης των διμερών σχέσεων, καθώς αυξήθηκε  το ενδεχόμενο μείωσης των ευρωπαϊκών εξαγωγών στη μεξικανική αγορά. Η ουσιαστική εξέλιξη των διμερών σχέσεων σημειώνεται το 1997, με την υπογραφή της Συνολικής Συμφωνίας Συνεργασίας ΕΕ-Μεξικού, η οποία  αποτελεί μια από τις πλέον προωθημένες, από πλευράς περιεχομένου, Συμφωνία της ΕΕ με αναπτυσσόμενη χώρα και υπόδειγμα για τη μετεξέλιξη άλλων Συμφωνιών «παλαιότερης γενιάς». Συνολικά, το πλαίσιο συνεργασίας της ΕΕ με τη Λατινική Αμερική μπορεί να μην παρουσιάζει την εικόνα ενός «συμβατικού μηχανισμού», όπως η Σύμβαση του Cotonou, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί σε αρκετούς τομείς αποτελεσματικότερο και πάντως ευρύτερο της αντίστοιχης συνεργασίας της ΕΕ με τις Χώρες του Αραβικού Κόλπου και της Ασίας.

 

 

 



[1] Βλέπε μεταξύ άλλων τα M. E. Smith, Europe’s Foreign and Security Policy. The Institutionalization of Cooperation, Cambridge University Press, Cambridge, 2004, Β. White, Understanding European Foreign Policy, Palgrave, Basingstoke, 2001, S. J. Nuttall, European Foreign Policy, Oxford University Press, Oxford, 2000, F. Cameron, European Foreign and Security policy – Past, Present and Future, Sheffield Academic Press, Sheffield, 1999, Β. Soetendorp, Foreign Policy in the European Union: History, Theory & Practice, Longman, London, 1999, J. Zielonka, Paradoxes of European Foreign Policy, Kluwer Law International, The Hague, 1998, Kj. A. Eliassen (επιμ.), Foreign and Security Policy in the European Union, Sage, London, 1998, W. Carlsnaes and S. Smith (επιμ.), European Foreign Policy: The EC and Changing Foreign Policy Perspectives in Europe, Sage, London, 1994, και D. Buchan, Europe - The Strange Superpower, Aldershot, Dartmouth, 1993..

[2] Βλέπε μεταξύ άλλων τα, S. Economides and P. Wilson, The Economic Factor in International Relations: A Brief Introduction, I. B. Tauris, London, 2001 και J.-M. Blanchard, E. D. Mansfield and N. M Ripsman (επιμ), Power and the Purse: Economic Statecraft, Interdependence and National Security, Routledge, London, 2000. 

[3] Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η ΕΕ αντλούσε τη νομιμοποίησή της από την επονομαζόμενη «συγκαταβατική συναίνεση», δηλαδή τη σιωπηρή αποδοχή των πολιτών στις ευρωπαϊκές επιλογές των ηγεσιών τους. Η νομιμοποίηση της ΕΕ πήγαζε από την προοπτική ανάδυσης μιας «κοινότητας ασφάλειας» σε συνδυασμό με ταχείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτή η μορφή συναίνεσης έδωσε σταδιακά τη θέση της σε μια νέα προβληματική για την κοινωνική νομιμοποίηση της Ευρώπης: σε μια περίοδο που οι υπερεθνικές πιέσεις θέτουν σε δοκιμασία, τόσο τις ενδοκρατικές, όσο και τις διακρατικές σχέσεις, είναι ανάγκη να διασφαλισθούν συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης εκτός των ορίων του παραδοσιακού έθνους-κράτους. Δυστυχώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά Κοινοβούλια συνεχίζουν να «παρακολουθούν» τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ενώ η προώθηση της ενοποίησης παραμένει στην αρμοδιότητα των οικονομικών και τεχνοκρατικών ελίτ της Ευρώπης, χωρίς τη συμμετοχή και τη νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας.

[4] St. Hoffmann, «Obstinate or Obsolete? The fate of the nation state in Western Europe» Daedalus, summer, 1966, σελ. 862-915.

[5] St. Hoffmann, The European Sisyphus: Essays on Europe, 1964-1994, Westview Press, Boulder CO, 1995, σελ. 6.

[6] Μεταξύ άλλων, Α. Cafruny and P. Peters (επιμ.), The Union and the World: The Political Economy of a Common Foreign Security Policy, Palgrave, London, 2001, Μ. Telò, European Union and New Regionalism: Regional Actors and Global Governance in a Post-hegemonic Era, Ashgate, Aldershot, 2001, R. Ginsberg, The European Union in International Politics: Baptism by Fire, Rowman and Littlefield, Lanham MD, 2001, C. Bretherton and J. Vogler, The European Union as a Global Actor, Routledge, London, 1999, C. Rhodes (επιμ.), The European Union in the World Community, Lynne Rienner, Boulder, 1998, R. Whitman, From Civilian Power to Superpower? The International Identity of the European Union, Macmillan, London, 1998, C. Piening, Global Europe: The European Union in World Affairs, Lynne Rienner, Boulder, 1997, W. Weidenfeld and J. Janning (επιμ.), Europe in Global Change, Bertelsmann Foundation Publishers, Gutersloh, 1993, και G. Edwards and E. Regelsberger (επιμ.), Europe's Global Links: The European Community and Inter-Regional Cooperation, Pinter, London, 1990.

[7] C. Hill, «The capability-expectations gap, or conceptualising Europe's international role», στο S. Bulmer and Α. Scott, (επιμ.) Economic and Political Integration in Europe: Internal Dynamics and Global Context, Blackwells, Oxford, 1994, σελ. 120.

[8] Βλέπε στο Κ. A. Lavdas, The Europeanization of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration, Macmillan, London 1997.

[9] Τίθεται ζήτημα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς, «δεν υπάρχει ούτε κάποιος ισχυρά εγκαθιδρυμένος κανόνας ή γενική αρχή του διεθνούς δικαίου, που να επιβάλλει το ατομικό ή συλλογικό δικαίωμα στη δημοκρατία, ούτε κάποιο ‘απόλυτο καθήκον’ των κρατών ή των κυβερνήσεων για δημοκρατική διακυβέρνηση», παρά το γεγονός ότι οι ουσιώδης αρχές της δημοκρατίας έχουν ενσωματωθεί στο διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κ. Arts, Integrating Human Rights into Development Cooperation: The Case of the Lome Convention, Kluwer Law International, The Hague, 2000, σελ. 40.

[10] Βλέπε αναλυτικότερα στο K. E. Smith, European Union Foreign Policy in a Changing World, Polity Press, Cambridge and Oxford, 2003, ειδικά στο κεφ. 6.

[11] Ο συσχετισμός αυτός εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Human Development Report, Deepening Democracy in a Fragmented World, United Nations Development Programme, Oxford University Press, New York and Oxford, 2002.

[12] Είναι γεγονός πως οι αδιαφανείς και συνήθως υπερβολικές δαπάνες για την ασφάλεια και την άμυνα ενός κράτους αποτελούν εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία των πολιτών. Επίσης, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που υποστηρίζουν τη διασύνδεση μεταξύ των συγκρούσεων, της ανάπτυξης και της χρηστής διακυβέρνησης, καθώς οι περισσότερες από τις χώρες που έχουν βιώσει συγκρούσεις την προηγούμενη δεκαετία έχουν κατά κανόνα αυταρχικά καθεστώτα, αδύναμες οικονομίες και προβληματική ασφάλεια. Αυτές οι κρίσιμες παρατηρήσεις έχουν οδηγήσει τους διεθνείς οργανισμούς στην επιχειρηματολογία ότι η βιώσιμη ανάπτυξη ενός κράτους απαιτεί τη μεταρρύθμιση και το δημοκρατικό έλεγχο των πεδίων της ασφάλειας και της άμυνας. Ο ΟΟΣΑ θεωρεί την ασφάλεια ως μία κατάσταση στην οποία «άνθρωποι και κοινότητες ζουν εν ειρήνη, ελεύθεροι και ασφαλείς, συμμετέχοντας ενεργά σε δημοκρατικές διαδικασίες διακυβέρνησης, απολαμβάνοντας τα θεμελιώδη ατομικά τους δικαιώματα, και έχοντας πρόσβαση σε επαρκείς πόρους για τις βασικές τους ανάγκες σε ένα φιλικό περιβάλλον για την υγεία και την ευημερία τους». Informal DAC Task Force on Conflict, Peace and Development Co-operation, Security Issues and Development Co-operation: A conceptual framework enhancing policy coherence, OECD, DCD, 2002, σελ. 38. Ο ΟΗΕ καταδεικνύει τη χρηστή «διακυβέρνηση της ασφάλειας» (security governance), ως το μέσο για την εξασφάλιση του ότι «οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προτεραιότητες θα πρέπει να βασίζονται σε ευρεία κοινωνική συναίνεση για την κατανομή των εθνικών πόρων». UNDP, Arab Human Development Report: Creating Opportunities for Future Generations, United Nations Development Programme, RBAS, New York, 2002, σελ. 12.

[13] Βλέπε μεταξύ άλλων τo R Falk, On Humane Governance: Towards a New Global Politics, Polity Press, Cambridge, 1995, C. Thomas, Global Governance, Development and Human Security: The Challenge of Poverty and Human Security in the Global Economy, Pluto Press, New York, 2000, H. Born, M. Caparini and P. Fluri (επιμ.), Security Sector Reform and Democracy in Transitional Societies, Baden-Baden: Nomos Verlagsgesellschaft, 2002 και H. Hanggi and T. H. Winkler (επιμ.), Challenges of Security Sector Governance, LIT Verlag, Münster, 2003.

[14] Βλέπε μεταξύ άλλων στα S. D. Krasner (επιμ.), International Regimes, Cornell University Press, Ithaca, 1983, J. N. Rosenau and E. Czempiel (επιμ.), Governance without Government: Order and Change in World Politics, Cambridge University Press, Cambridge, 1992, R. O. Young, International Governance: Protecting the Environment in a Stateless Society, Cornell University Press, Ithaca, 1994, P. J. Katzestein, The Culture of National Security: Norms and Identity in World Politics, Columbia University Press, New York, 1996, J. N. Rosenau, Along the Domestic-Foreign Frontier: Exploring Governance in a Turbulent World, Cambridge University Press, Cambridge, 1997, και για μια συνολική και κριτική επισκόπηση στο J. P. Sewell and M. B. Salter, «Panarchy and Other Norms for Global Governance: Boutros-Ghali, Rosenau, and Beyond», Global Governance, Vol. 1, No. 3, 1995.

[15] N. Bayne and S. Woolcock (επιμ.), The New Economic Diplomacy, Ashgate, Aldershot, 2003.

[16] Μάλιστα, στη νεώτερη πρακτική της ΕΕ, η επιβολή κυρώσεων σε κάποια χώρα - με απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ - περιλαμβάνει και στοιχεία εμπορίου, είτε με την αναστολή παραχώρησης ευεργετημάτων που παρέχει η ΕΕ, ή με απευθείας απαγόρευση στους Ευρωπαίους πολίτες και εταιρείες να συναλλάσσονται εμπορικά με κάποια χώρα ή με εταιρείες αυτής.

[17] V. K. Aggarwal and E. A. Fogarty (επιμ.), EU Trade Strategies: Between Regionalism and Globalism, Palgrave Macmillan, Basingstoke, 2004.

[18] B. Buzan, People, States and Fear. An Agenda for International Security Studies in the Post-Cold War Era, Harvester Wheatsheaf, New York, 1992.

[19] Βλέπε M. Keens-Soper, Europe in the World: The Persistence of Power Politics, Macmillan, London, 1999 και J. J. Mearsheimer, The tragedy of great power politics, W. W. Norton, New York, 2001.

[20] Σ. Σταυρίδης και Δ. Κ. Ξενάκης, «Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Παλαιοί Προβληματισμοί και Νέες προκλήσεις», στο Α. Μοσχονάς (επιμ.), Η Ευρωπαϊκή Ένωση: Σύγχρονοι Προβληματισμοί, Εξάντας, Αθήνα, 2000, σελ. 249-269.

[21] Βλέπε στα C. Hill, «European Foreign Policy Power bloc, Civilian model - or Flop?», στο R. Rummel (επιμ.), The Evolution of an International Actor: Western Europe's New Assertiveness, Westview Press, Boulder, 1990, και. H. Bull, «Civilian Power Europe: A Contradiction in Terms», στο L. Tsoukalis (επιμ.), The European Community, Past, Present and Future, Basil Blackwell, Oxford, 1983.

[22] Ενδεικτικά, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ αντιπροσωπεύει σχεδόν το 40% του συνολικού παγκόσμιου στρατιωτικού προϋπολογισμού. Το 2002 αυξήθηκε κατά 48 δις δολάρια, σε σύγκριση με το 2001, φτάνοντας στα 336 δις δολάρια. Για το ίδιο έτος, ο προϋπολογισμός των κρατών-μελών της ΕΕ ήταν 118 δις δολάρια, συνολικά.