Κώστας Α. Λάβδας και Δημήτρης Κ. Ξενάκης

 

Η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία και η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας

 

 

Abstract

Συνεχώς μετά το 1973, και υπό το βάρος των νέων, μετά-ψυχροπολεμικών προκλήσεων στη δεκαετία του 1990, η Μεσόγειος δίνει την εντύπωση ενός βαθιά ριζωμένου κατακερματισμού και μιας αναπαραγόμενης αστάθειας, αναδεικνύοντας την ανάγκη για την παροχή ενός σταθεροποιητικού πλαισίου ή, τουλάχιστον, μιας περιφερειακής νόρμας αυξημένης προβλεψιμότητας. Η εξέλιξη των Ευρω-Μεσογειακών σχέσεων σήμανε αναμφισβήτητη πρόοδο αναφορικά με την θεσμοποίηση και την οργανωτική κανονικοποίηση των διεθνών και διεθνικών σχέσεων στην περιοχή. Ωστόσο αρκετά ζητήματα έχουν παραμείνει ανοικτά και φαίνεται ότι, ορισμένα τουλάχιστον από αυτά, αντιμετωπίζονται με νέους τρόπους κατά τη τελευταία δεκαετία. Πριν δέκα χρόνια, το Νοέμβριο του 1995, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών της Μεσογείου, επανατοποθέτησαν τις διμερείς τους σχέσεις σε ένα πολυμερές πλαίσιο συνεργασίας, τη Διαδικασία της Βαρκελώνης, με τρεις κύριους στόχους: α) να ενισχυθεί ο πολιτικός διάλογος και η ασφάλεια στην περιοχή, β) να δημιουργηθεί μέχρι το 2010 μια ζώνη ελευθέρων εμπορικών συναλλαγών με αμοιβαία οικονομικά και αναπτυξιακά οφέλη, και γ) να επανασυνδεθούν οι κοινωνικο-πολιτιστικές σχέσεις των λαών της περιοχής. Σήμερα, αν και σημαντικά, τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, δεδομένης της φύσης των προβλημάτων και της σημαντικής επιδείνωσης του διεθνούς κλίματος συνεργασίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου, υπολείπονται των αρχικών στόχων και προσδοκιών. Στο διάστημα αυτό, διάφοροι διεθνείς και περιφερειακοί δρώντες, έχοντας εστιάσει την προσοχή τους στα προβλήματα ασφάλειας της Μεσογείου, ανέλαβαν πρόσθετες πρωτοβουλίες συνεργασίας. Ως αποτέλεσμα, η Διαδικασία της Βαρκελώνης βρίσκεται πλέον ενσωματωμένη σε μια σειρά από πολιτικούς μηχανισμούς και προγράμματα, τα οποία ενώ πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά και συνεργατικά, στην πραγματικότητα κινδυνεύουν να καταστούν ανταγωνιστικά. Μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών ξεχωρίζει η νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας σε διμερές επίπεδο με τις χώρες της Μεσογείου και της Ανατολικής Ευρώπης. ¶¶¶Η επέτειος της Διαδικασίας της Βαρκελώνης προσφέρει το κίνητρο όχι μόνο για έναν απολογισμό των επιτευγμάτων και των αδυναμιών που παρουσίασε στα δέκα χρόνια που δραστηριοποιείται στις περιφερειακό σύστημα, αλλά και για μια ανάλυση της σχέσης με τη νέα πολιτική της διευρυμένης πλέον Ένωσης.

 

 

Εισαγωγή

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι διεθνείς αναλύσεις άρχισαν σταδιακά να καταδεικνύουν την περιοχή της Μεσογείου, ως μια εξαιρετικά ασταθή ζώνη χωρών, με προβλήματα κοινωνικο-οικονομικής, δημογραφικής και αναπτυξιακής ασυμμετρίας, πολιτικής αστάθειας, βίαιων συγκρούσεων, πιεστικών μεταναστευτικών ροών, και διχαστικών ρηγμάτων πολιτιστικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.[1] Ο αραβικός κόσμος της Μεσογείου βρέθηκε να είναι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πολιτικά ασταθής, οικονομικά αδύναμος και θεσμικά ανοργάνωτος, χωρίς έτσι να μπορεί να υπερβεί την πολυπλοκότητα της νέας εποχής. Κατάφορτες από πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εντάσεις που συχνά κλιμακώνονται σε ανοιχτές συγκρούσεις, οι περισσότερες νότιες Μεσογειακές χώρες φαίνεται απίθανο να μπορέσουν να ενσωματωθούν σύντομα στο διεθνές οικονομικό σύστημα, αφού οι διεθνικές οικονομικές δράσεις παραμένουν περιορισμένες εξαιτίας της παρατεταμένης κρίσης στη Μέση Ανατολή. Όντας in limbo ανάμεσα στην τάξη και την αταξία, η Μεσόγειος αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ανασφάλειας για τη σύγχρονη Ευρώπη.

 

Σε αυτή την μετα-ψυχροπολεμική συγκυρία, η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως διαδικασία θεσμοποίησης των ευρωπαϊκών σχέσεων (με αρχές κοινής πολιτικής οι οποίες στηρίζονται στην εσωτερίκευση τους και στη δυνατότητα τους να συν-διαμορφώνουν την εθνική βούληση) αναδεικνύεται ως παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας, αφενός χάρη στις δυνατότητες που ανοίγουν οι προοπτικές διεύρυνσης και αφετέρου μέσω των ειδικών συμφωνιών και των καθεστώτων που οι συμφωνίες αυτές διαμορφώνουν. Πρόκειται, ουσιαστικά, για διαδικασία επέκτασης της περιμέτρου του πεδίου θεσμοποίησης, διαδικασία που λαμβάνει μορφές είτε ισχυρές (διεύρυνση) είτε ήπιες (συμφωνίες και δημιουργία καθεστώτων).[2] Η πρόσφατη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), δημιούργησε νέα εξωτερικά σύνορα και νέους γείτονες στην Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, μειώνοντας ταυτόχρονα την απόσταση από τις όχθες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύοντας πλέον με χώρες που βρίσκονται σε κατάσταση ρευστότητας με υπαρκτές ή δυνητικές συγκρούσεις, η ΕΕ καλείται να αντιμετωπίσει ακόμη πιο άμεσα προκλήσεις, όπως η παράνομη μετανάστευση και η απειλή της τρομοκρατίας. Τα διαδοχικά τρομοκρατικά κτυπήματα στο Ριάντ, την Καζαμπλάνκα, την Κωνσταντινούπολη, τη Μαδρίτη και πιο πρόσφατα στο Λονδίνο, καθιστούν επιτακτική την αποτελεσματική διευθέτηση των σχέσεων της ΕΕ με τον αραβικό κόσμο της Μεσογείου.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι οι πρόσφατες τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη έχουν αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες, που σε θεσμικό επίπεδο απεικονίζονται στην αύξηση των πρωτοβουλιών στην περιοχή. Εκτός από την Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία (ΕΜΣ) η οποία επωμίζεται από το 1995 τις σχέσεις της ΕΕ με τις Μεσογειακές χώρες, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης είχαμε την προσθήκη της νέας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (ΕΠΓ) (European Neighborhood Policy). Η ΕΠΓ βασίζεται στις αρχές της περιεκτικότητας και της διαφορετικότητας, με στόχο τη δυνατότητα βαθύτερης ενοποίησης με τον ευρωπαϊκό οικονομικό πυρήνα, και την υιοθέτηση διαφορετικής τακτικής και στήριξης από μέρους της ΕΕ, στο βαθμό βέβαια που η κάθε χώρα επιθυμεί να υποβληθεί σε περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις. Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει τόσο την εξέλιξη των Ευρω-Μεσογειακών σχέσεων, όσο και την επίδραση της ΕΠΓ, η οποία αναμένεται να είναι καθοριστική για την «περιφερειακή προσέγγιση» της Διαδικασίας της Βαρκελώνης (ΔτΒ), στο νέο ισοζύγιο των εξωτερικών σχέσεων της διευρυμένης πλέον ΕΕ.

 

Η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία και η Διαδικασία της Βαρκελώνης

Αν και η σταθερότητα και η ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της νότιας όχθης της Μεσογείου δεν αποτελούν νέα θέματα στην ΕΕ, ωστόσο, τη δεκαετία του 1990 ενισχύθηκαν σημαντικά.[3] Από το Νοέμβριο του 1995, oι σχέσεις της ΕΕ με τις χώρες της Μεσογείου λειτουργούν στο πλαίσιο της ΕΜΣ, προσφέροντας μια πλατφόρμα για την ανάδειξη ενός πολυμερούς πλαισίου συνεργασίας, με αδύνατη αρχικά, αλλά πολλά υποσχόμενη θεσμική φυσιογνωμία.[4] Το πλαίσιο νέο συνεργασίας βασίζεται στην αλληλένδετη σχέση που έχουν αποκτήσει στη μεταψυχροπολεμική περίοδο οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις της ασφάλειας.[5] Η λογική της ΕΕ ήταν να «ενώσει» τις δύο όχθες της Μεσογείου με πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία κατάλληλου κλίματος σταθερότητας για την οικονομική ανάπτυξη των εταίρων και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Γι αυτό το λόγο δομήθηκε (κατά το πρότυπο της Διαδικασίας του Ελσίνκι) σε τρεις (αντίστοιχους) πυλώνες συνεργατικής δράσης, ενώ με το πρόγραμμα εργασίας (follow up) εξασφάλισε την εξελικτική της «συνέχεια», μετατρέποντας έτσι τη ΔτΒ σε ένα μόνιμο μηχανισμό πολυεπίπεδης περιφερειακής συνεργασίας.

 

Δικαιολογημένα μπορεί κανείς να ισχυριστεί, πως πέραν της ρητορικής και των διπλωματικών διακηρύξεων, και παρά τα διαφορετικά επίπεδα ενθουσιασμού με τα οποία υποδέχτηκαν οι εταίροι τις αρχές και τους στόχους της ΕΜΣ,[6] η ιδρυτική Σύνοδος στη Βαρκελώνη εγκαινίασε μία νέα εποχή στις περιφερειακές σχέσεις. Η υπογραφή της ιδρυτικής Διακήρυξη το 1995 από τις 25 χώρες που συμμετείχαν αρχικά[7], ανανέωσε το ενδιαφέρον για το μετασχηματισμό και τη διακυβέρνηση της Μεσογείου, από την πλαισίωση ενός άτακτου συστήματος διμερών συμφωνιών (εμπορικές συμφωνίες – χρηματοδοτικά πρωτόκολλα), μέχρι και τη θεσμική ολοκλήρωση της περιφερειακής διακυβέρνησης βασισμένη σε κοινά αποδεκτές συμφωνίες.[8] Στη βάση αυτή, η ΕΜΣ μπορεί να ειδωθεί ως κάτι παραπάνω από μία απλή «σύμπραξη» (partnership) κρατών για την επίτευξη περιορισμένων στόχων, ακόμη και ως ένα αναδυόμενο περιφερειακό καθεστώς, καθώς ενέχει χαρακτηριστικά ενός εξελικτικού διεθνούς καθεστώτος, όπως η ανάπτυξη γενικών κανόνων χρηστής διακυβέρνησης και η θεσμοθέτηση μηχανισμών συλλογικής δράσης. Ουσιαστικά, η ΔτΒ αφορά την ποιοτική μετάβαση των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ στη Μεσόγειο, από ένα σύνολο ασυντόνιστων δράσεων σε ένα σύστημα αμοιβαίας συλλογικής διακυβέρνησης, βασισμένο σε θεσμοθετημένους κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς.[9]

 

Είναι γεγονός, πως μετά την εναρκτήρια Διάσκεψη στη Βαρκελώνη το 1995, οι επόμενες συναντήσεις της ΕΜΣ έλαβαν χώρα σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα στη Μέση Ανατολή από εκείνο το οποίο επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και το οποίο είχε διευκολύνει την εγκαθίδρυση μιας «συνολικής» προσέγγισης των περιφερειακών προκλήσεων. Έτσι, η 2η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Μάλτα το 1997 και η Ad hoc Συνάντηση (Meeting) στο Παλέρμο το 1998 κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, κατέληξαν σε έλλειψη ομοφωνίας σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως στην αναβολή υπογραφής της Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας (Euro-Mediterranean Charter).[10] Η 3η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Στουτγάρδη (1999) ήταν επιτυχής, καθώς κατάφερε να δώσει νέα ώθηση στη ΔτΒ με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για τη Χάρτα και ενίσχυσε σημαντικά τον τρίτο πυλώνα της ΕΜΣ. Η 4η Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Μασσαλία (2000), έλαβε χώρα υπό τη σκιά του ξεσπάσματος της 2ης Indifada (Σεπτέμβριος), με αποτέλεσμα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΜΣ, δύο Μεσογειακοί εταίροι, η Συρία και ο Λίβανος, να μην μετάσχουν. Έτσι, οι υπόλοιποι εταίροι περιορίστηκαν στο να δεσμευτούν για την ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου και τη σύγκλιση των αντιλήψεων σε θέματα τρομοκρατίας και μετανάστευσης, ώστε να καταστεί δυνατή μια συμφωνία σε μέτρα διαφάνειας και εμπιστοσύνης, χωρίς όμως να περιμένουν την υιοθέτηση της Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας.[11] Στην 5η κατά σειρά Ευρω-Μεσογειακή Διάσκεψη στη Βαλένσια (2002), κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Προεδρίας, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ο αποκλεισμός του Αραφάτ στο αρχηγείο της Παλαιστινιακής Αρχής επέδρασαν αρνητικά στη ΔτΒ. Η συνεχιζόμενη ωστόσο αποχή Συρίας και Λίβανου κατέστησε εφικτή την υιοθέτηση ενός κειμένου, γνωστό και σαν «Σχέδιο Δράσης της Βαλένσια» (Valencia Action Plan), με προτάσεις και μέτρα ενίσχυσης της Ευρω-Μεσογειακής Συνεργασίας, τόσο σε θεσμικό επίπεδο, όσο και σε επιμέρους τομείς πολιτικής και συνεργασίας.[12]

 

Η επιδείνωση των Αραβο-Ισραηλινών σχέσεων με τη 2η Indifada το 2000, με επίκεντρο το Παλαιστινιακό ζήτημα, το κλίμα τρομοκρατίας που εμπέδωσε η 11η Σεπτεμβρίου και ο πόλεμος στο Ιράκ, αποτέλεσαν τα σημαντικότερα εμπόδια για την επίτευξη ικανοποιητικών συνθηκών περιφερειακής σταθερότητας και συνεργασίας. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και οι εξελίξεις, που ακολούθησαν, αναίρεσαν τις όποιες βεβαιότητες είχαν διαμορφωθεί τη μεταψυχροπολεμική περίοδο στην περιοχή. Οι ασύμμετρες απειλές είχαν τις επιπτώσεις που τους αναλογούν στο περιφερειακό σύστημα, όπως μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των εθνικών πολιτικών ασφάλειας σε βάρος της περιφερειακής διαδικασίας εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης, την αύξηση των περιορισμών στη διακίνηση προσώπων και αγαθών, και κυρίως, την αποξένωση των Χριστιανικών και Μουσουλμανικών πληθυσμών που κατοικούν στην Ευρώπη και που πλέον διακατέχονται από αμοιβαία αισθήματα καχυποψίας. Δημιούργησαν επίσης σοβαρά εμπόδια στη ΔτΒ, όχι μόνο αποδίδοντας έμφαση σε θέματα ασφάλειας που εμπίπτουν στην σφαίρα της υπεροχής των ΗΠΑ και του «ανταγωνιστικού» Μεσογειακού Διαλόγου του ΝΑΤΟ[13], αλλά και όσον αφορά την πολυμερή λειτουργία της «εταιρικής σχέσης».[14] Επιπλέον, η αποτυχία της ΕΕ να παρέμβει αποτελεσματικά, αλλά και το χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα κράτη-μέλη σχετικά με τη συμμετοχή τους στην «εκστρατεία» των ΗΠΑ στο Ιράκ, επηρέασαν αρνητικά τη δυναμική της ΔτΒ,[15] δημιουργώντας απογοήτευση στον αραβικό κόσμο για την αναξιοπιστία των ευρωπαίων εταίρων τους.

 

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη «Μεσογειακή Διάσταση» της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλεια και Άμυνας (ΕΠΑΑ). Η έμφαση που είχε αποδοθεί έως το 2002 στην ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων, πριν την πλήρη θεσμική της ενσωμάτωση στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), οδήγησε αρκετά τμήματα των κοινωνιών των Μεσογειακών εταίρων σε παρερμηνείες και λανθασμένα συμπεράσματα για τους στόχους της ΕΠΑΑ. Όπως κατέγραψε η σχετική μελέτη του Euro-Mediterranean Study Committee (EuroMeSCo), οι κατηγορίες ό,τι η ΕΕ μοιράζεται το στρατηγικό σχέδιο του ΝΑΤΟ, εστιάζοντας στην καταπολέμηση των νέων ασύμμετρων απειλών και τον περιορισμό στην εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής, δημιουργούν κινδύνους, οι θετικές προσδοκίες για τις Ευρωπαϊκές προσπάθειες ενίσχυσης της συνεργασίας με τον αραβικό κόσμο να περάσουν στο περιθώριο εν όψη των νέων προτεραιοτήτων ασφαλείας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για τις οποίες η ΕΠΑΑ αποτελεί απλώς μια «βιτρίνα».[16] Μία ισχυρή αμυντικά ΕΕ δεν συνεπάγεται τη δημιουργία μιας Ευρώπης «φρούριο» (fortress), και επομένως, κρίθηκε σημαντικό να αναπτυχθεί ένας πρόσθετος δίαυλος επικοινωνίας για την ΕΠΑΑ, χάριν της πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Ισπανική Προεδρία το Μάιο του 2002 και την οποία η Ελλάδα υλοποίησε ουσιαστικά. Με πρωτοβουλία του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ, οργανώθηκαν σεμινάρια στη Ρόδο (1-2 Νοέμβρίου 2002) και στην (Κέρκυρα 9-10 Μαΐου 2003), όπου διασαφηνίζοντας θέματα διαχείρισης κρίσεων και αμβλύνοντας πιθανές παρερμηνείες προήχθη η περιφερειακή συνεργασία, με τελικό στόχο την ευόδωση μιας συνεργατικής αντίληψης περί στρατηγικής διακυβέρνησης στη Μεσόγειο.[17] Οι περιφερειακές σχέσεις έπρεπε να τεθούν σε βάση τέτοια, ώστε να διαφυλαχθούν, τόσο ο ήπιος και ανοικτός χαρακτήρας της ΕΠΑΑ, όσο και η ευρύτερη προσπάθεια της ΕΕ για τον εκδημοκρατισμό και την ανάπτυξη των Μεσογειακών χωρών και την απελευθέρωση των περιφερειακών συναλλαγών.

 

Μετά τη Διεύρυνση

Η πρόσφατη διεύρυνση της ΕΕ, απέδωσε ενισχυμένο ρόλο στη ΔτΒ, καθώς αποτελεί πλέον ένα πολυμερές σχήμα περιφερειακής συνεργασίας στο οποίο συμμετέχουν 35 συνολικά χώρες (15 ΕΕ + 10 Νέα Μέλη ΕΕ + 10 Μεσογειακοί εταίροι). Πέραν της αλλαγής «στρατοπέδου» της Μάλτας και της Κύπρου, που πλέον αποτελούν πλήρη μέλη της ΕΕ, παρουσιάζονται νέα δεδομένα, τόσο λόγω έλλειψης διαθέσιμων πόρων, αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης κοινού ενδιαφέροντος και αντίληψης για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων.[18] Αυτό κατέστη εμφανές από την πρώτη στιγμή στην κομβική, λόγω διεύρυνσης, Ενδιάμεση Σύνοδο της ΕΜΣ στο Ηράκλειο (25-27 Μαΐου 2003), παρότι τονίστηκε στα συμπεράσματα πως «η διεύρυνση της ΕΕ πρέπει να ενδυναμώσει το δεσμό που αναπτύχθηκε στη Βαρκελώνη και να προσφέρει νέες ευκαιρίες συνεργασίας στις εμπορικές σχέσεις και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις των Μεσογειακών εταίρων». 

 

Σε μια περίοδο ιδιαιτέρως δύσκολη, κυρίως λόγω του πολέμου στο Ιράκ και της συνολικής επιδείνωσης της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, η Ελληνική Προεδρία έθεσε ουσιαστικούς στόχους για την πορεία της Διαδικασίας της Βαρκελώνης. Στη Σύνοδο της ΕΜΣ στο Ηράκλειο κατεγράφη η συντελεσθείσα πρόοδος, ιδιαίτερα ως προς την εφαρμογή του «Σχεδίου Δράσης της Βαλένσια», και δόθηκε ώθηση  στην ολοκλήρωση του πλέγματος των Συμφωνιών Σύνδεσης (Association Agreements), το δια-πολιτισμικό διάλογο και τη συνεργασία στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών.[19] Σημαντική ήταν και η πρωτοβουλία ένταξης της «Ευρω-Μεσογειακής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης» Ευρω-Μεσογειακής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (ΕΜΚΣ), ως συμβουλευτικού οργάνου στη ΔτΒ, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των Εθνικών Κοινοβουλίων, ενδυναμώνοντας τη νομιμοποίηση και τη διαφάνεια στην ΕΜΣ, καθώς έμμεσα πλέον θα εκπροσωπούνται όλοι οι πολίτες των χωρών που συμμετέχουν στη ΔτΒ.[20] 

 

Η Ιταλία παρουσίασε το πρόγραμμα της Προεδρίας της σε ένα έγγραφο με τίτλο «Ευρώπη: Πολίτες Ενός Κοινού Ονείρου», στο οποίο η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή κατείχαν εξέχουσα θέση. Οι τρεις προτεραιότητες που η τέθηκαν στο πλαίσιο της ΕΜΣ ήταν: η επόμενη μέρα στο Ιράκ, η διαδικασία του Οδικού Χάρτη στη Μέση Ανατολή, και η ενίσχυση της ΔτΒ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως τα τρία νότια ευρωπαϊκά κράτη (Ισπανία, Ελλάδα, και Ιταλία), που σχεδόν διαδοχικά είχαν την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απέδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα της Μεσογείου. Εντούτοις, η συμμετοχή Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας στον πόλεμο του Ιράκ στο πλευρό των ΗΠΑ, άλλαξαν την παραδοσιακή στάση ενός σημαντικού μέρους της νότιας Ευρώπης, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς, πως μαζί με την Γαλλία και την Ελλάδα αποτελούν τους στυλοβάτες της Μεσογειακής διάστασης εντός της ΕΕ. Για το λόγο αυτό άλλωστε, το θέμα του Ιράκ αντιμετωπίστηκε από την Ιταλική Προεδρία, λιγότερο ως περιφερειακό στο πλαίσιο ΕΜΣ και περισσότερο ως ευρωπαϊκό-διατλαντικό, καθώς εντάθηκαν και οι προσπάθειες για επαναπροσέγγιση ΕΕ - ΗΠΑ αλλά και μεταξύ των χωρών που ο Ν. Ράμφσβέλτ αποκάλεσε «Παλαιά» και «Νέα» Ευρώπη.[21]

 

Κατά τη διάρκεια της 6ης Ευρω-Μεσογειακής Διάσκεψης στη Νάπολη (2-3 Νοεμβρίου 2003), διατυπώθηκε με  έμφαση η ανάγκη για μια αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Τέθηκαν, ως προτεραιότητες, η ανάπτυξη ουσιαστικού διαλόγου και η διαμόρφωση αποτελεσματικής συνεργασίας στο πλαίσιο της ΕΜΣ, καθώς και η επέκταση των πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των αιτιών της μετανάστευσης, όπως στο «Σχέδιο Δράσης» που συμφωνήθηκε με το Μαρόκο. Ανάλογη επιβεβαίωση της πολιτικής βούλησης των εταίρων για συνεργασία σε θέματα μετανάστευσης διατυπώθηκε και στη Σύνοδο της ΕΜΣ στο Δουβλίνο το Μάιο του 2004. Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις από έναρξης της ΔτΒ, η συνεργασία σε θέματα μετανάστευσης, όχι μόνο δεν έχει περάσει στο στάδιο της υλοποίησης, αλλά δεν έχει ουσιαστικά προχωρήσει στο στάδιο της διαμόρφωσης. Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, και η σχετική αναφορά στην ΕΠΓ, όπου το κεφάλαιο για τη μετανάστευση περιορίζεται να αναφερθεί σε αόριστες ιδέες για συγκεκριμένες πτυχές της μετανάστευσης, και παρ’όλα αυτά, με πολλές επιφυλάξεις. Προφανώς αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δυσκολία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διατυπώσει ολοκληρωμένες λύσεις, αλλά κυρίως στη συνολική αδυναμία υιοθέτησης μιας κοινής προσέγγισης μεταξύ των μελών της ΕΕ πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης.[22]

 

Είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στην εναρκτήρια σύνοδο της ΕΜΚΣ, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (22-23 Μαρτίου 2004) σε συνέχεια των αποφάσεων που εγκρίθηκαν στη Διάσκεψη της Νάπολης και στο 5ο Ευρω-Μεσογειακό Κοινοβουλευτικό Φόρουμ (3 Δεκεμβρίου 2003), το οποίο απέκτησε αναβαθμισμένη θεσμική διάσταση με τη μετατροπή του σε «Συνέλευση». Στις εργασίες συμμετείχαν επίσημοι εκπρόσωποι των κοινοβουλίων των μελών της ΕΕ, των Μεσογειακών εταίρων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρευρέθηκαν, επίσης, βουλευτές από άλλες υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες και από τα Βαλκάνια, καθώς και εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου της Λιβύης και της Μαυριτανίας, όπως και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και ενώσεων. Η Συνέλευση υιοθέτησε ομόφωνα Σχέδιο Κανονισμού θέτοντας, ως κύριους στόχους, την ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την προώθηση της ΔτΒ με τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου έως το 2010, και την ενίσχυση του δια-πολιτισμικού διαλόγου με σεβασμό στον πολιτισμό και τη διαφορετικότητα των λαών.[23]

 

Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί το γεγονός ότι ουσιαστικό στοιχείο της ΕΜΣ είναι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τη Συρία τον Οκτώβριο του 2004 και η ολοκλήρωση του πλέγματος των Συμφωνιών Σύνδεσης με τους Μεσογειακούς εταίρους.[24] Κρίσιμο βήμα για τη δημιουργία της Ευρω-Μεσογειακής Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΜΖΕΣ) αποτελεί και η ολοκλήρωση της Συμφωνίας του Agadir στις 25 Φεβρουαρίου του 2004 για την απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ Ιορδανίας, Αιγύπτου, Τυνησίας και Μαρόκου.[25] Αυτή η συμφωνία αναμένεται να δημιουργήσει μια ισχυρή ενωμένη υπο-περιφερειακή αγορά, παρέχοντας ελκυστικές ευκαιρίες για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.

 

Στην επόμενη Σύνοδο της ΕΜΣ, που πραγματοποιήθηκε στο Δουβλίνο (5-6 Μαΐου του 2004) κατά τη διάρκεια της Ιρλανδικής Προεδρίας της ΕΕ, η διαδικασία ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή και η απεμπλοκή από το αδιέξοδο στο Ιράκ κατείχαν τη σημαντικότερη θέση στην ημερήσια διάταξη. Στη Σύνοδο αυτή έγινε η επίσημη παρουσίαση της νέας ΕΠΓ (βλέπε αναλυτικά παρακάτω). Επιπλέον, βάσει των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών (Δεκέμβριος 2003), οι εταίροι επεξεργάσθηκαν το έγγραφο της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Συνεργασία με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή» με στόχο την έναρξη της συνεργασίας σε συμβουλευτικό επίπεδο μεταξύ των εταίρων για τη προώθηση των περιφερειακών δράσεων.[26] Στη βάση αυτή, η Ολλανδική Προεδρία, μετά από εκτενή διαδικασία διαβουλεύσεων, δημοσίευσε ένα κείμενο για τη βελτίωση των μεθόδων εργασίας της ΕΜΣ, το οποίο περιλαμβάνει την οργάνωση ad hoc ομάδων για την προετοιμασία προτάσεων ενίσχυσης του αισθήματος κοινοκτημοσύνης (co-ownership) στη ΔτΒ με ενεργότερους ρόλους για τους Μεσογειακούς εταίρους και σημαντικές τεχνικές βελτιώσεις.[27]

 

Η Ολλανδία, παίρνοντας τη σκυτάλη από την Ιρλανδία στην Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, διοργάνωσε με επιτυχία μια ειδική συνάντηση της ΕΜΣ στη Χάγη (29-30 Νοεμβρίου) με κύριο στόχο να προετοιμάσει την «επετειακή» Διάσκεψη για τα δέκα χρόνια από την υπογραφή της ιδρυτικής διακήρυξης στη Βαρκελώνη το 1995. Η Διάσκεψη στη Χάγη βεβαίως χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει η ΕΕ το ρόλο της στο Παλαιστινιακό ζήτημα, το οποίο μετά το θάνατο του Γ. Αραφάτ πέρασε σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Οι Ευρωπαίοι εξέφρασαν την έμπρακτη συμπαράσταση τους, προκειμένου να διοργανωθούν «δημοκρατικές και αξιόπιστες» εκλογές, ανακοινώνοντας τη χορήγηση στην Παλαιστινιακή Αρχή βοήθειας ύψους 250 εκ. ευρώ. Έμφαση δόθηκε και στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα MEDA που μαζί με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το FEMIP (Facility for Euro-Mediterranean Investment and Partnership) παρέχουν πλέον περίπου 3 δις. ευρώ ετησίως σε επιχορηγήσεις και δάνεια στους Μεσογειακούς εταίρους.

 

Στη Χάγη ελήφθη και η τελική απόφαση για την ίδρυση του «Ευρω-Μεσογειακού Ιδρύματος Anna Lindh για το Διάλογο μεταξύ των Πολιτισμών» (Anna Lindh Euro-Mediterranean Foundation for Dialogue between Cultures) με έδρα τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο και σε συνεργασία με το Σουηδικό Ινστιτούτο. Αποφασίστηκε το νέο Ίδρυμα να ξεκινήσει επίσημα τις εργασίες του στις 20 Απριλίου του 2005[28] και αναμένεται να συμβάλει καταλυτικά στην αναβάθμιση της ΔτΒ, μέσω πολιτιστικών και κοινωνικών ανταλλαγών στη βάση των κατευθυντήριων αρχών για το δια-πολιτιστικό διάλογο, οι οποίες συμφωνήθηκαν στην Ενδιάμεση Σύνοδο της ΕΜΣ στην Κρήτη.[29] Η οργάνωσή του, ως ένα «δίκτυο των δικτύων» με ελαφριά διοικητική δομή, θα επιτρέψει σε έναν τακτικό διάλογο μεταξύ των πολιτιστικών κύκλων έξω από τα επίσημα διπλωματικά φόρουμ. Η έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου (Groupe des Sages) του Προέδρου της Επιτροπής R. Prodi, που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο στην Αλεξάνδρεια, βοήθησε να καθοριστούν σαφέστερα οι αρχές λειτουργίας του ιδρύματος.[30]

 

Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική μπορεί να χαρακτηριστεί η απόφαση, που ελήφθη στην ειδική συνάντηση της ΕΜΣ στη Χάγη, να ανακηρυχθεί το 2005 ως Έτος της Μεσογείου. Στο πλαίσιο των «εορτασμών» θα πραγματοποιηθεί και μια έκτακτη σύνοδος της ΕΜΚΣ, μετά την επιτυχή 2η Σύνοδο στο Κάιρο (12-15 Φεβρουαρίου 2005) με τη συμμετοχές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Κοινοβούλια των χωρών της ΕΜΣ.[31] Σε ότι αφορά την ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών», μετά τη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο το 2004 προγραμματίζεται μία ειδική συνάντηση, με στόχο τη σύσταση μιας «Ευρω-Μεσογειακής Μη Κυβερνητικής Πλατφόρμας». Ωστόσο, η επετειακή Διάσκεψη της ΕΜΣ που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο, μπορεί να χρησιμεύσει για την ενίσχυση και την επαναδρομολόγηση της ΔτΒ. Σε μια τέτοια Διάσκεψη και, εφόσον συμμετάσχουν όλοι οι σημαντικοί περιφερειακοί και διεθνείς παράγοντες, θα μπορούσαν να προκύψουν σοβαρές δεσμεύσεις μεταξύ των εταίρων, ακόμη και επανεξέταση της «παγωμένης» από το 2000 Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας. Παράλληλα με την υλοποίηση του «Οδικού Χάρτη» για την Παλαιστίνη, η ΕΕ μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση ενός συνολικού σχεδίου για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, και κυρίως για τη συγκρότηση ενός σταθερού πολιτικού ιστού στο μεταπολεμικό Ιράκ [32]

 

Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας

Στη Σύνοδο της ΕΜΣ στο Δουβλίνο το Μάιο του 2004 έγινε η επίσημη παρουσίαση της ΕΠΓ προτείνοντας τη συμμετοχή των Μεσογειακών της εταίρων στη νέα πρωτοβουλία. Όπως δήλωσε ο κ. Gόnter Verheugen, αρμόδιος Επίτροπος για τη Διεύρυνση και την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας: «Σήμερα προτείνουμε την ενίσχυση των δεσμών που μας συνδέουν, με αυτές τις χώρες-εταίρους, μέσω μιας σειράς νέων μορφών συνεργασίας και βοήθειας. Αυτό που θέλουμε είναι να τους δώσουμε ένα πραγματικό μερίδιο στη διευρυμένη ΕΕ, έτσι ώστε να μπορέσουν και αυτοί να αναπτυχθούν και να ευημερήσουν. Η Ευρώπη, ως σύνολο, έχει κάθε συμφέρον να περιβάλλεται από χώρες με χρηστή διακυβέρνηση, οι οποίες προσφέρουν νέες προοπτικές για τη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη». Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αρχικά έκπληξη και στη συνέχεια ανησυχία μεταξύ των Μεσογειακών εταίρων. Τα ερωτήματα, που γέννησε, αφορούν το αν αυτή η πολιτική θα αντικαταστήσει την ΕΜΣ, αν θα συνυπάρξουν οι δύο πολιτικές για τις ίδιες χώρες και, εν τέλει, ποια θα η σχέση τους και το μέλλον τους.

 

Η ΕΠΓ είχε αρχικά παρουσιαστεί στο κείμενο που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τίτλο «Ευρύτερη Ευρώπη – Νέα Γειτονία: Το Νέο Πλαίσιο για τις Σχέσεις με τους Ανατολικούς και Νότιους Γείτονες»[33], το οποίο ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους,[34] δίνοντας ουσιαστικά την ευκαιρία στις όμορες προς την ΕΕ χώρες,[35] να επεκτείνουν την οικονομική τους συνεργασία, προχωρώντας μακροπρόθεσμα ακόμη και κατά το πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.[36]

 

Σημαντικό στοιχείο στη νέα ΕΠΓ αποτελούν τα «Σχέδια Δράσης» (Action Plans), τα οποία ρυθμίζουν το επίπεδο της συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και χωρών που αφορά η ΕΠΓ. Τα Σχέδια Δράσης είναι όμοια με τα ισχύοντα «Έγγραφα Στρατηγικής για Χώρες» (Country Strategy Papers) και βασίζονται στην προσήλωση σε κοινές αξίες, όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και του κράτος δικαίου, αλλά και «κοινές πρακτικές», όπως η χρηστή διακυβέρνηση, οι σχέσεις καλής γειτνίασης, η φιλελεύθερη οικονομία και η αειφόρος ανάπτυξη.[37] Καλύπτουν επίσης τομείς, όπως ο πολιτικός διάλογος σε θέματα τρομοκρατίας, εξάπλωσης των όπλων μαζικής καταστροφής και επίλυσης περιφερειακών συγκρούσεων, η πολιτική οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που θα βασίζεται στη νομοθετική και ρυθμιστική προσέγγιση, τη συμμετοχή σε μία σειρά προγραμμάτων της ΕΕ και την καλύτερη φυσική διασύνδεση με τον ευρωπαϊκό πυρήνα, το εμπόριο, που προβλέπει μεγαλύτερο άνοιγμα της αγοράς σύμφωνα με τις αρχές του ΠΟΕ και σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και, τέλος, η στενή συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, προκειμένου να συμπεριληφθούν στη συνεργασία θέματα, όπως η διαχείριση των συνόρων, η παράνομη μετανάστευση, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η διακίνηση ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τα οικονομικά εγκλήματα.

 

Για τις χώρες εκείνες που θα αποδεχθούν και θα καταφέρουν να τηρήσουν τους όρους της, η ΕΕ θα προσφέρει άμεση χρηματοδοτική και τεχνική υποστήριξη, ακόμη και τελωνειακή ένωση. Σε αντίθετη περίπτωση, βέβαια, η υποστήριξη της ΕΕ προφανώς δε θα είναι ένθερμη. Όπως στην ΕΜΣ, αλλά και σε άλλα πλαίσια των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, η χρηματοδοτική βοήθεια και η στενότερη οικονομική συνεργασία αποτελούν μοχλούς πίεσης για την προώθηση μεταρρυθμίσεων πολιτικού περιεχομένου. Αν και είναι ακόμη εξαιρετικά νωρίς, η ΕΠΓ θα πρέπει να εξεταστεί αναφορικά με τις άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως αυτή της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του εκδημοκρατισμού, των πολιτικών πρόληψης των συγκρούσεων σε τρίτες χώρες, αλλά και συνολικά της δεσπόζουσας θέσης των στοιχείων αυτών στο νέο πια ισοζύγιο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.[38] Ερωτηματικά συνοδεύουν το πώς θα καταφέρει η ΕΕ να συνδυάσει τη μαζική αύξηση των εταίρων της με τη σχετικά μικρή ικανότητά που διαθέτει, στο να προωθεί μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις σε τρίτες χώρες.

 

Η ΕΠΓ υποτίθεται ότι θα ενθαρρύνει με την περαιτέρω ανάπτυξη διαφόρων μορφών διασυνοριακής συνεργασίας) τα περιφερειακά σχήματα και τις υπο-περιφερειακές πρωτοβουλίες συνεργασίας, όπως το Συμβούλιο Οικονομικής Συνεργασία της Μαύρης Θάλασσας (BSEC), τη Συμφωνία του Agadir, την Αραβική Ένωση του Μαγκρέμπ (AMU), και την ΕΜΣ. Η ΕΠΓ υποτίθεται, επίσης, ότι θα ενθαρρύνει τους συμμετέχοντες να εκμεταλλευθούν πλήρως τα οφέλη της ΕΜΣ, κυρίως μέσω της προώθησης της υποδομής, διασυνδέσεων και δικτύων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, και να αναπτύξουν νέες μορφές συνεργασίας με τους γείτονές τους. Ωστόσο ο ακριβής τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί αυτό δεν έχει ακόμη εξηγηθεί επαρκώς από την Επιτροπή.[39] Θεωρείται βέβαιο όμως, πως η ισχυρή «διμερής λογική» που διαπνέει την ΕΠΓ δεν θα επιτρέψει στην «περιφερειακή» ΔτΒ να παραμείνει το ίδιο σημαντική, αν και (για την ώρα) η ΕΠΓ θα εφαρμοστεί μέσω των Ευρω-Μεσογειακών Συμφωνιών Σύνδεσης. Αυτό σημαίνει, ότι η διαχείριση των σχέσεων της ΕΕ με τις χώρες της περιοχής θα παραμείνει στη Γενική Διεύθυνση για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αλλά δεν είναι απίθανο στο μέλλον, στα πλαίσια της ΕΠΓ η Διεύθυνση να λειτουργήσει στην ουσία σε διμερές επίπεδο, μέσω των νέων συμφωνιών που θα συναφθούν. Σε ότι αφορά την παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας, αυτή θα συνεχίσει να παρέχεται από το MEDA και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ από το 2007 θα συμπληρωθεί με ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο για την ΕΠΓ.

 

Η ενσωμάτωση και ταυτόχρονη υποβάθμιση της ΕΜΣ στο πλαίσιο της ΕΠΓ μπορεί να εκληφθεί, ως μια «φιλελευθεροποίηση των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ».[40] Η επίδραση της νέας πολιτικής αναμένεται να είναι καθοριστική για την ΔτΒ, καθώς αρκετοί Μεσογειακοί εταίροι αναζητούν διαφορετικά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής δέσμευσης με την Ευρώπη. Αν τελικά η ιδιαίτερα φιλόδοξη ΕΠΓ διατηρηθεί ως δομή και πολιτικό κεκτημένο, ενισχύοντας τη «διμερή λογική» στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, τότε η ΔτΒ είναι βέβαιο, ότι θα εξασθενίσει και θα περιθωριοποιηθεί. Το σενάριο αυτό μπορεί να είναι υπερβολικά απαισιόδοξο, δεν είναι όμως απίθανο, εφόσον η ΕΠΓ αρχίσει να λειτουργεί και να αποδίδει απτά αποτελέσματα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρξει επιστροφή σε μια αμιγώς αραβική προσέγγιση της ΕΕ κατά το πρότυπο του Ευρω-Αραβικού Διαλόγου της δεκαετίας του ’70, καθώς κάτι τέτοιο υπαινίσσεται και το «Κείμενο Σολάνα» για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. Στην πράξη βέβαια ένα τέτοιο εγχείρημα θα χρειαστεί μια λιγότερο αποσπασματική και ρηχή προσέγγιση από αυτήν που παρατίθεται στο κείμενο της Επιτροπής για την «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Συνεργασία με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή» και σίγουρα μια περισσότερο συνεκτική στάση ανάμεσα στα 25, πλέον, μέλη της ΕΕ και τις εντεινόμενες διατλαντικές πρωτοβουλίες στην περιοχή.

 

Οι Προοπτικές της ΔτΒ[41]

Αν και η ΔτΒ δεν έχει εμφανώς αποδώσει τα αναμενόμενα στην οικοδόμηση ενός περιφερειακού καθεστώτος σταθερότητας και ανάπτυξης στη Μεσόγειο, εντούτοις, το μεταπολεμικό Ιράκ σε συνδυασμό με τις διεθνείς πρωτοβουλίες των ΟΗΕ, ΗΠΑ, και ΝΑΤΟ για τον εκδημοκρατισμό των χωρών της περιοχής ανανέωσαν το ενδιαφέρον για τη δεκαετή εξέλιξη της, και παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη Μέση Ανατολή και στα νέα δεδομένα μετά τη μαζική διεύρυνση της ΕΕ, η ΔτΒ παραμένει το σημαντικότερο σχήμα περιφερειακής συνεργασίας.

 

Σε μια ουσιαστική όμως αποτίμηση της ΔτΒ, μια δεκαετία μετά την έναρξή της, το βασικό ζητούμενο πρέπει να αφορά το βαθμό, στον οποίο η «εταιρική σχέση» έχει αποδώσει απτά αποτελέσματα σε σχέση με τους αρχικούς στόχους. Ενώ το πλαίσιο πολιτικής συνεργασίας (1ος Πυλώνας της ΕΜΣ) βελτιώθηκε, ωστόσο δεν κατάφερε να ανατρέψει την απροθυμία των Μεσογειακών εταίρων να προχωρήσουν στις (όντως δύσκολες) μεταρρυθμίσεις που τους ζητούνται. Παρά το γεγονός, ότι ο στόχος της προώθησης του εκδημοκρατισμού[42] και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[43] αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, η περιφερειακή συνεργασία και ο ευρωπαϊκός παράγοντας στην περιοχή έχουν συνολικά ενισχυθεί. Η έστω και περιορισμένη ανάπτυξη της ΔτΒ (2ος και 3ος Πυλώνας) έχει βοηθήσει στην εμπέδωση μιας περιφερειακής κουλτούρας συνεργασίας, ενώ η Μεσογειακή διάσταση της ΕΠΑΑ έχει εξελιχθεί σε μια κρίσιμη περιφερειακή στρατηγική παράμετρο. Βέβαια, η αναζήτηση των σημείων θετικής εξέλιξης στη διάθεση του συστήματος δεν σημαίνει υποτίμηση των πραγματικών δυσκολιών, όπως για παράδειγμα, η αναγνώριση των προβλημάτων που προκύπτουν από την παρατεταμένη εμπόλεμη κρίση στη Μέση Ανατολή από το 1996 και έπειτα, η οποία περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες της ΕΜΣ να διαμορφώσει ικανοποιητικές συνθήκες περιφερειακής συνεργασίας.

 

Υπό το πρίσμα της διεθνούς διακυβέρνησης, είναι γεγονός ότι το παρόν στάδιο εξέλιξής της οριακά μόνο χαρακτηρίζεται από την θεσμοθέτηση μηχανισμών συλλογικής δράσης, την υιοθέτηση ενός συνόλου από διεθνείς νόρμες και δεσμευτικούς κανόνες (κρατικής) συμπεριφοράς, τη μετεξέλιξη ενός περιφερειακού μορφώματος οικονομικής ανισοκατανομής σε μία ζώνη ελευθέρων εμπορικών συναλλαγών με κοινωνικά αναπτυξιακό χαρακτήρα, την ισόρροπη εστίαση σε χώρους «υψηλής» και «χαμηλής» πολιτικής ασφάλειας (με έμφαση, όχι μόνον σε στρατιωτικούς παράγοντες, αλλά και στις πολιτικές, οικονομικές, δημογραφικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικο-πολιτιστικές διαστάσεις), και περισσότερο ίσως, την ανάδυση μίας νέας ερμηνευτικής του διαπολιτισμικού διαλόγου.[44] Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, το ευρωπαϊκό ενοποιητικό σύστημα αποτελεί περιφερειακό πεδίο εξαιρετικά υψηλής θεσμοποίησης (επικράτησης κανόνων αμοιβαιότητας και αυξημένης προβλεψιμότητας), ανεξάρτητα από τις επιμέρους τυπικές θεσμοθετήσεις. Όπως επισημάναμε πιο πάνω, το σύστημα αυτό αναδεικνύεται ως παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας μέσω αφενός της διεύρυνσης και αφετέρου των ειδικών συμφωνιών και των καθεστώτων που αυτές διαμορφώνουν στην περίμετρο του.

 

Παρόλο που στο τυπικό – θεσμοθετημένο επίπεδο έχει καθυστερήσει η ενδεδειγμένη λύση για τη συστηματοποίηση της περιφερειακής ασφάλειας, είναι, εντούτοις, σαφές, ότι οι προοπτικές υπογραφής της πολυπόθητης Ευρω-Μεσογειακής Χάρτας, που θα προσδώσει στην ΔτΒ τα απαραίτητα επίπεδα διαφάνειας και νομιμοποίησης, βελτιώνονται, καθώς αυξάνονται τα κίνητρα και οι διεθνείς πιέσεις για τη διαχείριση της ασφάλειας μέσω πολυμερών συνεργατικών μεθόδων στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Greater Middle East Initiative).[45] Αναμφίβολα, μια μακρο-διαδικασία, όπως αυτή της Βαρκελώνης, δεν μπορεί παρά να προχωρήσει με δοκιμασίες, λάθη και «πισωγυρίσματα». Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε, ότι ο σχεδιασμός, η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα συστημάτων διεθνούς συνεργασίας και συλλογικής διακυβέρνησης απαιτούν μέγιστη (και όχι ελάχιστη) ικανότητα διακυβέρνησης. Στην ΕΜΣ, τέτοια ικανότητα δεν υπάρχει, όχι μόνο εξαιτίας της θεσμικής αδυναμίας αυτής καθεαυτής, αλλά κυρίως εξαιτίας της έλλειψης πραγματικής πολιτικής διάθεσης - κυρίως στο Νότο - για χρήση των υπαρχόντων θεσμικών ρυθμίσεων στη διαχείριση των περιφερειακών προκλήσεων.

 

Προσωρινά Συμπεράσματα και Καταληκτικά Ερωτήματα

Συνεχώς μετα το 1973, και υπό το βάρος νέων προκλήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 λόγω του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, η Μεσόγειος δίνει την εντύπωση ενός βαθιά ριζωμένου κατακερματισμού και μιας αναπαραγόμενης αστάθειας, αναδεικνύοντας την ανάγκη για την παροχή ενός σταθεροποιητικού πλαισίου ή, τουλάχιστον, μιας προσανατολιστικής νόρμας προβλεψιμότητας στη διεκπεραίωση των περιφερειακών σχέσεων. Αναλογιζόμενοι, αντί συμπεράσματος, την συνολική εξελικτική πορεία των Ευρω-Μεσογειακών σχέσεων, διαπιστώνουμε ότι, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή της στην αύξηση της προβλεψιμότητας στην περιοχή, αρκετά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, τόσο για τους παράγοντες που καθόρισαν μέχρι σήμερα την πορεία αυτή όσο και για τις μελλοντικές προοπτικές της. Τέτοια – σημαντικά – ερωτήματα είναι και τα εξής: Θα μπορέσει η νέα ΕΠΓ να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της στη Μεσογειακή «αρένα»; Tι παραπάνω (από την ΕΜΣ) θα μπορέσει η ΕΠΓ να προσφέρει στην οικοδόμηση δημοκρατικών δομών στις αραβικές χώρες; Kαι ποια θα είναι, εν τέλει, τα χαρακτηριστικά της «συμβίωσης» των δύο αυτών πολιτικών;

 

Ερωτήματα υπάρχουν για τις επιλογές της ΕΕ στην προώθηση του εκδημοκρατισμού και της χρηστής διακυβέρνησης μέσω της ΕΠΓ, δεδομένων των εντάσεων, που προκύπτουν στην ΕΜΣ από τις διαφορετικές αντιλήψεις των αράβων εταίρων, για το τι πράγματι αποτελεί χρηστή πολιτεία. Σε γενικές γραμμές, ισχύει και εδώ ότι τα βασικά κίνητρα των ευρωπαϊκών δράσεων σχετίζονται με την προσπάθεια αντιμετώπισης των στοιχείων αστάθειας της περιοχής, στοιχεία που αναδείχτηκαν με τις τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη. Με αποτέλεσμα την αύξηση των πρωτοβουλιών στην περιοχή. Η ΕΠΓ είναι πράγματι πιο συστηματική από την ΕΜΣ, αν και ο τρόπος με τον οποίο θέλει να δημιουργήσει μια «κοινότητα αξιών», την καθιστά ίσως την πιο αλαζονική πολιτική, που έχει επινοηθεί μέχρι στιγμής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρότι η συμφωνία για σεβασμό στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, είναι πολιτικά και όχι νομικά δεσμευτική και στις δύο πολιτικές, εντούτοις, η προσέγγιση της ΕΕ στην ΕΠΓ είναι περισσότερο αυστηρή από ότι στην ΕΜΣ. Στην τελευταία, βασισμένη στο παράδειγμα του Ελσίνκι εισάγει τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ως στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, ενώ στην ΕΠΓ τους θεωρεί δεδομένους. Προχωρώντας τουλάχιστον ένα βήμα πιο μπροστά από την υπάρχουσα προβληματική στις περιφερειακές σχέσεις, στην ΕΠΓ η ΕΕ δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί για την «κοινή βάση» (common ground), όπως κάνει στην ΕΜΣ,[46] αλλά για το πόσο εκτεταμένα θα εφαρμοστούν οι στόχοι που τίθενται, έτσι ώστε να διευκρινιστεί το επίπεδο και η προοπτική συνεργασίας της κάθε χώρας ξεχωριστά.

 

Ερωτήματα υπάρχουν και για το «ήθος» της συνεργασίας και την ευελιξία των ευρωπαϊκών πολιτικών σχετικά με τις προτιμητέες στρατηγικές εφαρμογής και ελέγχου των κοινών δεσμεύσεων. Παρά τα μέχρι σήμερα αποθαρρυντικά αποτελέσματα στη ΔτΒ,[47] η ΕΠΓ υπόσχεται αυστηρή και άμεση εφαρμογή της αιρεσιμότητας στους διαθέσιμους πόρους (negative conditionality). Αυτή η πιο άκαμπτη πολιτική, εντούτοις, θα πρέπει να εφαρμοστεί στους Μεσογειακούς εταίρους με μια σχετική ευελιξία (positive conditionality).[48] Σε κάθε περίπτωση, οι μέθοδοι για την προώθηση του εκδημοκρατισμού στον αραβικό κόσμο δεν θα πρέπει να αναπαραγάγουν απλώς τα πρότυπα που έχουν εφαρμοστεί αλλού, ενώ πρέπει απαραίτητα να ενισχύσουν όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία κοινωνικής και δημοκρατικής αλλαγής, ανεξάρτητα από το, αν προέρχονται από το Ισλάμ ή τα κοσμικά καθεστώτα που ενδημούν στην περιοχή. Χωρίς μια τέτοια προσέγγιση, η πίεση που ασκείται από την ΕΕ, δεν είναι αξιόπιστη στις αραβικές και μουσουλμανικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τους πραγματικούς στυλοβάτες της περιφερειακής διαδικασίας εκδημοκρατισμού και κοινωνικής προόδου.

 

Τέλος, ερωτήματα υπάρχουν και για το ποια θα είναι η συμβίωση των δύο πολιτικών. Μια «καινοτομία» της ΕΠΓ σε σχέση με την ΕΜΣ συνίσταται, στο ότι ο εκδημοκρατισμός και οι μεταρρυθμίσεις δεν προωθούνται συνολικά, σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά διμερώς. Αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις, καθώς κάθε χώρα μπορεί να θέτει τους δικούς της όρους στην ΕΕ, πολλές φορές σε συνάρτηση αυτών που έχει συμφωνήσει η ΕΕ με τις ανταγωνιστικές χώρες, και φυσικά το Ισραήλ. Κάποιες ίσως αποφασίσουν να καταβάλουν το ελάχιστο αντίτιμο, για να πετύχουν αυτό που επιζητούν, ελαχιστοποιώντας τις δεσμεύσεις, ενώ άλλες ίσως μπουν σε χρονοβόρες, εξουθενωτικές και αμφιβόλου αποτελέσματος διαπραγματεύσεις. Σοβαρά, όμως, ερωτηματικά υπάρχουν και για το αν, θα μπορέσει η ΕΕ να μετατρέπει αναλόγως τη στρατηγική της με κάθε χώρα, κάτι εξαιρετικά δύσκολο μετά τη διεύρυνση και δεδομένου του «διακυβερνητικού» χαρακτήρα της ΚΕΠΠΑ.

 

Συνολικά η ΕΠΓ μπορεί να έχει προστιθέμενη αξία στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ, εξαιτίας της πιο επικεντρωμένης προσέγγισης και των δυνατοτήτων που προσφέρει για υψηλότερα επίπεδα οικονομικής συνεργασίας, διαθέσιμων πόρων και κοινοτικής υποστήριξης. Πιθανότατα η προσφορά καλύτερων διμερών «πακέτων», τα οποία θα είναι περισσότερο προσαρμοσμένα σε επιμέρους ανάγκες και απαιτήσεις, να οδηγήσουν κάποιους Μεσογειακούς εταίρους, στο να προχωρήσουν γρηγορότερα σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Βέβαια, οι σποραδικές εθνικές μεταρρυθμίσεις δεν εξαλείφουν την ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση των προβλημάτων στην περιοχή. Αυτό, άλλωστε, αποτελεί και την πραγματική πρόκληση για το ευρωπαϊκό σύστημα και τις περιφερειακές του δυνατότητες για ενθάρρυνση της σταθερότητας και της θεσμοποίησης με την ευρεία έννοια που αναπτύχθηκε πιο πάνω. Αν και η ΕΠΓ φαίνεται ικανότερη της ΕΜΣ στην προώθηση μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένα κράτη της περιοχής, σίγουρα δεν αποτελεί πανάκεια για τα κοινά περιφερειακά προβλήματα σταθερότητας, ασφάλειας και ανάπτυξης. Οι αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα και έτσι η ανάγκη για μια συστηματική προσέγγιση όλων των προκλήσεων του Ευρω-Μεσογειακού συστήματος θα επανέλθει.

 

 

Κ. Λάβδας, 1964, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Προσωπικού του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σπούδασε πολιτική επιστήμη, πολιτική κοινωνιολογία, δημόσια διοίκηση και διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από την εκλογή του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, δίδαξε πολιτική ανάλυση και ευρωπαϊκή πολιτική σε βρετανικά και αμερικανικά πανεπιστήμια και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης στην Αθήνα. Διετέλεσε Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι συγγραφέας των βιβλίων The Europeanization of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration (London: Macmillan, 1997), Politics, Subsidies and Competition (με Μ. Μενδρινού) (London: Edward Elgar, 1999), Συμφέροντα και Πολιτική (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2004) και Δημιουργία και Εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002), κεφαλαίων σε διεθνείς και ελληνικούς συλλογικούς τόμους (π. χ., Verbandssysteme in Westeuropa, The Political Economy of Privatization, The New Balkans, Η Νέα Σοσιαλδημοκρατία, Εκπαιδευτική Πολιτική, κ.α.) καθώς επίσης και δημοσιεύσεων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά (European Journal of Political Research, West European Politics, Journal of Political and Military Sociology, Politics, κ.α). Επιμελήθηκε (με Δ. Χρυσοχόου) τον συλλογικό τόμο Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία: Η Πρόκληση του Ρεπουμπλικανισμού (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2004).

 

Δ. K. Ξενάκης, 1973, Επιστημονικός Συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων και διδάσκοντας με βάση το Π.Δ. 407/80 στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Αγγλία, ενώ για τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Transforming Regional Orders: The Helsinki and Barcelona Processes Compared (Exeter 2000), η Ελληνική Πανεπιστημιακή Ένωση Ευρωπαϊκών Σπουδών του απένειμε το Βραβείο Ευρωπαϊκών Μελετών. Στο παρελθόν έχει διατελέσει ειδικός επιστήμων διεθνών σχέσεων και διεθνών οργανισμών στη Γραμματεία Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (2003-04) και στρατηγικός αναλυτής στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων (2002-3) του ίδιου Υπουργείου. Έχει επίσης διδάξει στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2006-7), στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (2005-6) και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (2003-4). Συνεργάζεται με ελληνικά και διεθνή ερευνητικά ιδρύματα και είναι μέλος διεπιστημονικών δικτύων για τη μελέτη της Μεσογείου και του Δ.Σ. στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα Παγκόσμια Ευρώπη; Οι Διεθνείς Διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (Αθήνα: ΕΠΕΕΣ - Ι. Σιδέρης, 2006, επιμ. με τον Μ. Ι. Τσινισιζέλη), The Politics of Order-Building in Europe and the Mediterranean (Athens: DAI, 2004) και The emerging Euro-Mediterranean system (Manchester and New York: MUP, 2001 με τον Δ. Χρυσοχόου), καθώς και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, όπως, Mediterranean Quarterly, The Review of International Affairs, Perceptions, Hellenic Studies, The Cyprus Review Defensor Pacis, και Cambridge Review of International Affairs.



[1] Ενδεικτικά βλέπε στα W. Weidenfeld, Challenges in the Mediterranean: The European Response, Bertelsman Foundation publishers, Gutersloh, 1991, I. O. Lesser, Mediterranean Security: New Perspectives and Implications for US Policy, RAND, Santa Monica, 1992, P. Ludlow, (επιμ.), Europe and the Mediterranean, CEPS for Brassey’s, London, 1994, και R. Aliboni, G. Joffe, T. Niblock (επιμ.), Security Challenges in the Mediterranean Region, Frank Cass, London 1996.

[2] Το ευρωπαϊκό σύστημα δεν αποτελεί, για τα κράτη-μέλη, έναν εξωγενή παράγοντα, δεν τοποθετείται έξω από τα κράτη-μέλη, διευκολύνοντας ή περιορίζοντας την συμπεριφορά τους, αλλά πρέπει μεθοδολογικά να εκληφθεί ως παράγοντας ο οποίος εσωτερικεύεται και συν-διαμορφώνει εθνικές πολιτικές. Για τις διαδικασίες θεσμοποίησης των ευρωπαϊκών σχέσεων βλ. T. Risse-Kappen, «The Long-Term Future of European Security». Σε W. Carlsnaes & S. Smith (επιμ.), European Foreign Policy, Sage, London 1994. Για τις διαδικασίες διεύρυνσης ως επέκταση της περιμέτρου του θεσμοποιημένου πεδίου της ευρωπαϊκής πολιτικής βλ. K. A. Lavdas, «The European Union and the Yugoslav Conflict: Crisis Management and Re-Institutionalization in Southeastern Europe», Journal of Political and Military Sociology, vol. 24, no. 2, Winter 1996, σελ. 210-229.

[3] Για τις προηγούμενες Μεσογειακές πολιτικές βλέπε αναλυτικά στο Χ. Τσαρδανίδης, Η «Ανανεωμένη» Μεσογειακή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η Ελλάδα, ΕΚΕΜ, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1992.

[4] E. Barbé, «The Barcelona Conference: Launching Pad of a Process», Mediterranean Politics, Vol. 1 No 1, 1996, σελ. 32.

[5] Για το νέο πλαίσιο μελέτης και κατανόησης της «συνεκτικής ασφάλειας» βλέπε αναλυτικότερα στα B. Buzan, People, States and Fear: An Agenda for International Security Studies in the Post-Cold War Era, Harvester Wheatsheaft, New York, 1991, και B. Buzan, O. Waever, J. D. Wilde, Security: a New Framework for Analysis, Lynne Rienner, London, 1998.

[6] J. Marks, «High Hopes and Low Motives: the New Euro-Mediterranean Partnership Initiative», Mediterranean Politics, Vol. 1, No. 1, Summer 1996, σελ. 11.

[7] Την ιδρυτική διακήρυξη υπέγραψαν οι 15 χώρες-μέλη της ΕΕ, το  Μαρόκο, η Αλγερία, η Τυνήσια, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, η Συρία, ο Λίβανος, η Παλαιστινιακή Αρχή, το Ισραήλ, η Τουρκία, η Μάλτα και η Κύπρος.

[8] D. K. Xenakis, «Order and Change in the Euro-Mediterranean System», Mediterranean Quarterly, Vol. 11, No. 1, Winter 2000, σελ. 75-90.

[9] D. K. Xenakis, «From Policy to Regime: Trends in Euro-Mediterranean Governance», Cambridge Review of International Affairs, Vol. 13 No.1, σελ. 254-270, και D. K. Xenakis και D. N. Chryssochoou, The emerging Euro-Mediterranean system, Europe in Change Series, Manchester University Press, Manchester & New York, 2001.

[10] Βλέπε αναλυτικότερα στα S. Calleya, «The Euro-Mediterranean Process After Malta: What Prospects?», Mediterranean Politics, Vol. 2, No. 2, Autumn 1997, σελ. 1-22 και R. Youngs, «The Barcelona Process after the UK Presidency: The Need for Prioritization», Mediterranean Politics, Vol. 4, No. 1, Spring 1999, σελ. 1-24.

[11] Βλέπε αναλυτικότερα στο F. Attinà and S. Stavridis (επιμ.), The Barcelona Process and Euro-Mediterranean Issues from Stuttgart to Marseilles, Giuffré, Milan, 2001.

[12] Στη Βαλένσια εγκρίθηκαν επίσης ένα «Έγγραφο-Πλαίσιο» για περιφερειακή συνεργασία σε θέματα Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (JHA) και ένα «Πρόγραμμα Δράσης» για τον διαπολιτισμικό διάλογο.

[13] Βλέπε αναλυτικότερα στο Thanos Dokos, ‘NATOs Mediterranean Dialogue: Prospects and policy recommendations’, ELIAMEP Policy Paper No 3, ELIAMEP, Athens 2003.

[14] Για τις επιπτώσεις από την κρίση της 11ης Σεπτεμβρίου βλέπε αναλυτικότερα στο Δ. Κ. Ξενάκης, ‘Η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία Μετά την Κρίση’, στο Θ. Κουλουμπής, Θ. Ντόκος και Α. Κιντής (επιμ.), Η Ελλάδα και ο Κόσμος 2001-2002: Ανασκόπηση Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής, ΕΛΙΑΜΕΠ,  εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2002, σελ. 103-123, και στο συνολικό αφιέρωμα του συλλογικού τόμου.

[15] I. Schäfer and F. Ibrahim, «Regional Crises and Europe: How the Middle East Conflict and Iraq War Affect the EMP», EuroMeSCo Papers, Νο. 40, Ιανουάριος 2005.

[16] EuroMeSCo, «European Defence: Perceptions vs. Realities», EuroMeSCo Paper, Νο. 16, First Year Report, Working Group ΙΙΙ, 2002.

[17] Βλέπε αναλυτικότερα στο Μ. J. Tsinisizelis, D. Κ. Xenakis, D. N. Chryssochoou, «Promoting Security Dialogue in the Mediterranean: The Hellenic Presidency and Beyond», Hellenic Studies, Vol. 11, No. 2, 2003, σελ. 119-136.

[18] D. K. Xenakis, «The Impact of Enlargement on Euro-Mediterranean Relations», στο C. Stephanou (επιμ.), Adjusting to the EU Enlargement: Recurring Issues in a New Setting, Edward Edgar, London, 2005, σελ 180-195 (υπό έκδοση).

[19] Βλέπε αναλυτικότερα στο D. Κ. Xenakis, «The contribution of Greece to strengthening Euro-Mediterranean relations», Perceptions, Euro-Med Special Issue, Vol. 5, No. 2, 2003, σελ. 173-208.

[20] R. Pace, St. Stavrides and D. K. Xenakis, «Parliaments and Civil Society Cooperation in the Euro-Mediterranean Partnership», Mediterranean Quarterly, Vol, 15, No. 1, 2004, σελ. 75-92.

[21] R. Aliboni, «The Middle East and the Mediterranean Region in the Italian EU Presidency», Mediterranean Yearbook 2003, IEMed - CIDOB, 2004. http://www.iemed.org/anuari/2004/aaliboni.php

[22] Γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, «Η Μετανάστευση και η Συνεργασία μεταξύ των Κρατών στη Μεσόγειο», http://www.oke.gr/gnomes/gn.109.GNOMI-IMMIGRATION-TELIKO.doc

[23] Ελληνικό Κοινοβούλιο, «Η Πρώτη Ευρω-Μεσογειακή Κοινοβουλευτική Συνέλευση», Διεθνείς Δραστηριότητες, http://www.parliament.gr/enhmerwsh

[24] Συμφωνίες σύνδεσης που είναι σε ισχύ μεταξύ της ΕΕ και της Τυνησίας (1998), Ισραήλ (2000), Μαρόκο (2000), Ιορδανία (2002), Αίγυπτος (2004) και σε προσωρινή βάση με την Παλαιστινιακή Αρχή (1997). Οι συμφωνίες υπεγράφησαν με την Αλγερία τον Δεκέμβριο του 2001, και με το Λίβανο τον Ιανουάριο του 2002.

[25] Η σχετική Διακήρυξη είχε υπογραφεί το Μάιο του 2001 και υποστηρίζεται με 4 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα MEDA για τεχνική βοήθεια.

[26] EuroMed Report, No 78, 23-6-2004.

[27] Από το έγγραφο αυτό προέκυψαν δύο ειδικές θεματικές ομάδες, με σκοπό την προετοιμασία των προγραμμάτων εργασίας για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης και συνεργασίας και για την ΕΠΓ. Βλέπε αναλυτικότερα στο http://europa.eu.int/comm/external_relations/euromed/publication/2004/euromed_report_76_rev1en.pdf

[28] Anna Lindh Euro-Mediterranean Foundation for Dialogue between Cultures, Press Release, 25 Μαρτίου 2005.

[29] Παράρτημα Ι των συμπερασμάτων της Συνόδου στην Κρήτη, «Guiding Principles for the Dialogue Between Cultures and Civilisations», σελ. 11-13.

[30] Βλέπε αναλυτικότερα στο http://www.euromedheritage.net/en/euromed_foundation.htm

[31] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Σχέσεις της ΕΕ με τις Χώρες της Περιοχής της Μεσογείου, 23 Φεβρουάριου 2005, P6_TA-PROV(2005)0046.

[32] Για τις δυνατότητες μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής εμπλοκής βλέπε αναλυτικότερα στα G. Luciani, T. Dodge and F. Neugart (επιμ.), «The European Union and Iraq: Present Dilemmas and Recommendations for Future Action», Policy Papers, Bertelsmann Foundation, Center for Applied Policy Research, Ιούνιος 2004, και R. Youngs, Europe and Iraq: From Stand-off to Engagement, Foreign Policy Centre, London, Οκτώβριος 2004.

[33] Commission of the European Communities, Communication from the Commission to the Council and the European Parliament, Wider Europe – Neighborhood: A New Framework for Relations with our Eastern and Southern Neighbors, Βρυξέλλες, 1 Ιουλίου 2003, COM(2003) 393.

[34] European Parliament, Report on «Wider Europe- Neighborhood: A New Framework for Relations with our Eastern and Southern Neighbors», Committee on Foreign Affairs, Human Rights, Common Security and Defense Policy, 5 Νοεμβρίου 2003.

[35] Σύμφωνα με τις αποφάσεις τους Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 17  Ιουνίου 2004, οι χώρες που περιλαμβάνει η ΕΠΓ είναι η Λευκορωσία, η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, η Αρμενία, και το σύνολο των χωρών της ΕΜΣ με εξαίρεση την Τουρκία, η οποία συνεχίζει τις σχέσεις της με την ΕΕ σε προενταξιακό επίπεδο.

[36] E. Lannon, P. Van Elsuwege, «The EU’s Emerging Neighborhood Policy», στο Peter G. Xuerb, Euro- Med Integration and the Ring of Friends, European Documentation and Research Centre, University of Malta, 2004, σελ. 21-84.

[37] M. Emerson, «Two Cheers for the European Neighbourhood Policy», Μάιος 2004, CEPS Website.

[38] K. Smith, European Union Foreign Policy in a Changing World, Polity press, Cambridge, 2003.

[39] M. Wallström, «The European Neighborhood Policy and the Euro-Mediterranean Partnership», Ομιλία στην ΕΜΚΣ, Κάιρο, 14 Μαρτίου 2005.

[40] E. Johanson- Nogués, «A ‘Ring of Friends’? The Implications of the European Neighborhood Policy for the Mediterranean», Mediterranean Politics, Vol. 9, No.2, 2004, σελ. 240-247.

[41] Το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2005.

[42] R. Youngs, The European Union and the promotion of democracy – Europe’s Mediterranean and Asian policies, Oxford University Press, Oxford, 2003.

[43] Laura Feliu, «Human rights and the Barcelona Process», στο F. Attinà and S. Stavridis (επιμ), The Barcelona Process and Euro-Mediterranean Issues from Stuttgart to Marseilles, Giuffré, Milan, 2001,  σελ. 77.

[44] D. N. Chryssochoou and D. K. Xenakis, «Prospects for Euro-Mediterranean Governance», The Review of International Affairs, Vol. 2, Νο. 4, Summer 2003, σελ. 47-70.

[45] Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ για τον εκδημοκρατισμό της «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» (Greater Middle East Initiative) μετά την Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη μετονομάστηκε σε Istanbul Initiative.

[46] Βλέπε αναλυτικότερα στο R. Aliboni, «Promoting Democracy in the EMP: Which Political Strategy?», EuroMeSCo Papers, Working Group I, Third Year Report, Νοέμβριος 2004.

[47] R. Gillespie R. and R. Young (eds), The European Union and Democracy Promotion: The Case of North Africa, Frank Cass London and Portland, 2001, D. Schmid, «Interlinkages within the EMP. Linking Economic, Institutional and Political Reform: Conditionality Within the Euro-Mediterranean Partnership», EuroMeSCo Paper, No. 27, Lisbon, 2003.

[48]  D. Κ. Xenakis, «The European Democracy-Promotion Project in the Mediterranean: Problems and Prospects after the Enlargement», Friedrich Ebert Foundation, From Barcelona to Wider Europe – and closer relations?, International Program, Βαλέτα, 2004.